23 Φεβ 2015

Όταν γέμιζε ο ουρανός "φίδια"...

- Καλά Κούλουμα
- Τζαράω, ωωωω!!!
 
   Γιατί να συγκινηθούν οι πιτσιρικάδες σήμερα αντικρίζοντας ένα «φίδι» να σχίζει τον ουρανό ανήμερα της Καθαρής Δευτέρας; Τι το ξεχωριστό να’ χει ένας «αετός» φτιαγμένος μόλις την προηγούμενη μέρα ή ακόμη και το πρωί της ίδιας μέρας για τούς πιο αργοπορημένους, με ούρα από ύφασμα, να πετάει, να πέφτει, να ξαναϋψώνεται παίρνοντας μαζί του κραυγές ικανοποίησης, σκιρτήματα ελευθερίας. (Είναι δυνατόν; Μα οι έτοιμοι είναι πιο ωραίοι, διατείνονται οι μικροί στην αρχή. Μετά... Έ, μετά μάλλον τούς καλοαρέσει ή ιδέα).
   Μνήμες-θεές, στιγμές-ιέρειες πρόσωπα-εικόνες "Έκσταση και ανάταση μαζί, ευκαιρία για όλους να αναβαπτιστούμε στην ανατρεπτική μαγεία τού πετάγματος, να περηφανευτούμε για τα κατορθώματά μας. Ένα νοσταλγικό δάκρυ τούτη ή εικόνα, και ας πολιορκείται από την κακογουστιά και την ομοιομορφία τού έτοιμου. Σπάνιο πολιτισμικό αγαθό και γι’ αυτό πολύτιμο. Μια φορά το χρόνο γίνεται, γιατί ή ομορφιά δε σπαταλιέται άσκοπα.
   Παιχνίδι ό χαρταετός, αλλά και σύμβολο, μια πού το ελεύθερο πέταγμά του στον ουρανό υποδηλώνει την ανάταση και την κάθαρση της ψυχής μετά το Διονυσιακό ξεφάντωμα της Αποκριάς. Ή παράδοση αναφέρει ότι εφευρέθηκε από τον Αρχύτα τον Ταραντίνο τον 4ο π.Χ. αιώνα. Ο πρώτος όμως χαρταετός με μορφή δράκου πού ήταν Ιερό σύμβολο, φτιαγμένος από μεταξωτό ύφασμα και ινδικό καλάμι (μπαμπού), πέταξε στον ουρανό στα 1000 π.Χ. όχι στη χώρα μας, αλλά στην Κίνα. Από κει πέρασε στην Κορέα, στην Ινδονησία, στη Μαλαισία και έφτασε στην Ιαπωνία, όπου εμπλουτίστηκε με χρώματα, παίρνοντας τη μορφή των αυστηρών Σαμουράι. Το πέταγμά του έγινε εθνικό παιχνίδι, μάλιστα στην Κίνα ακόμη και σήμερα ή 9η ημέρα του 9ου μηνός είναι ή «ημέρα των αετών». Κάποιοι δε λαοί στην ’Ασία διατηρούν όλη τη νύχτα πάνω από τα σπίτια τούς μουσικούς αετούς (έχουν μικρούς αυλούς από λεπτά μπαμπού) για να διώχνουν τα κακά πνεύματα.
   Τον 13ο αιώνα ταξίδεψε μαζί με τον Μάρκο Πόλο στη Δύση και από τότε το πέταγμά του σήμαινε, εκτός από τον εξαγνισμό, την αισθητική χαρά, την ικανοποίηση τού ανθρώπου να υποτάξει την ύλη στα τολμηρά του όνειρα. Ή ιστορία μας θυμίζει πώς χρησιμοποιήθηκε επίσης για στρατιωτικά σήματα, σινιάλα πυροσβεστικής, για τη μέτρηση της θερμοκρασίας, της ατμόσφαιρας και τού ηλεκτρικού της φορτίου. Και όχι μόνο αυτά. Έσωσε ναυαγούς, διευκόλυνε την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία και βέβαια στάθηκε ό προάγγελος του ανεμόπτερου και τού αεροπλάνου. Σε μάς από τη Σμύρνη πέρασε στη Θράκη και στα νησιά και λίγο αργότερα πετούσε παντού.
   Σήμερα, λοιπόν, πού ή ομοιομορφία έχει ισοπεδώσει τα πάντα, υπάρχουν κάποιοι πού ευτυχώς αντιστέκονται ακόμη και επιμένουν παραδοσιακά. Μεράκι, διάθεση να ξαναζήσουν τα παιδικά χρόνια, εμμονή στην καθαυτό ομορφιά και ιδιαιτερότητα ,ότι και νάνε, σημασία έχει πώς κάθε Καθαρή Δευτέρα πλάι στους ετοιματζίδικους - ίδιους και απαράλλαχτους νάιλον αετούς, βλέπεις έτοιμους για βουτιές στο κενό τούς χειροποίητους. Παλιά στην Άρτα το «φίδι», φτιαγμένο συνήθως από ριζόχαρτο ή λαδόκολλα, είχε σχήμα παραλληλόγραμμο. Άλλες φορές χρησιμοποιούσαμε χαρτί χρωματιστό πού το παίρναμε από τα τελάρα με τα φρούτα («πενία γάρ τέχνας κατεργάζεται») και έτσι γίνονταν δίχρωμα ή τετράχρωμα σε διάφορα σχήματα. Και να πώς γινόταν:
   Πρώτα αποφασίζαμε τι μέγεθος θέλαμε να τον κάνουμε, μονόχρωμο ή δίχρωμο και έτσι ανάλογα με το σχήμα και τα χρώματα, κόβαμε το χαρτί σε κομμάτια τετράγωνα ή τρίγωνα και τα κολλούσαμε έτσι ώστε τα φύλλα τού χαρτιού να πάρουν το σχήμα τού παραλληλόγραμμου. Ή κόλλα ήταν κι αυτή χειροποίητη: το τσιρίσι, φτιαγμένο από αλεύρι και νερό ή έτοιμη από τη φύση: από τον κορμό αμυγδαλιάς μαζεύαμε σ’ ένα μπουκαλάκι τα δάκρυά της και με αυτό κολλάγαμε τα πάντα. Βέβαια είχαμε ήδη προμηθευτεί καλάμια - τα ψιχοκάλαμα (καλάμια με ψίχα). Τα κόβαμε από τον τελευταίο κόμπο και πάνω προς τη φούντα (την κορυφή), για να είναι ελαφριά. Κόβαμε τα δύο διαγώνια και τα καθαρίζαμε και από τις δύο πλευρές τους μέχρι να φανεί ή ψίχα, τα κολλούσαμε και τα ράβαμε πάνω στο χαρτί, τοποθετώντας τα διαγώνια σε σχήμα X και εκεί πού τέμνονταν τα δέναμε μεταξύ τους. Επιλέγαμε ποια πλευρά τού φιδιού θέλαμε να είναι το κεφάλι (το πάνω μέρος) και εκεί κολλούσαμε και ράβαμε ένα ψιχοκάλαμο, πού ήταν και το κεφαλάρι τού φιδιού. Στο πίσω μέρος του χαρταετού και στο κέντρο του τοποθετούσαμε κατά τον ίδιο τρόπο ένα άλλο καλάμι, πού το λέγαμε πισνάρι. Έπειτα βάζαμε τα ζύγια στο κεφαλάρι και στην ούρα, τα λεγόμενα στοματάρια (ή σωματάρια), δέναμε στις άκρες από το κεφαλάρι τις άκρες του σπάγκου (κούκλες, νήματα -συνήθως κόκκινου χρώματος- παίρναμε από το μαγαζί του Νασιούλα ή του Βαφιά, του Μπαρώνου ή του Δεβέκου. Το πιο καλό νήμα όμως ήταν αυτό πού κοβόταν δύσκολα: το σπερτζίγκ’ και το παίρναμε από το Δεβέκο) και περνούσαμε το κεντρικό στοματάρι από την ένωση των διαγώνιων ψιχοκάλαμων. Δέναμε τα τρία σχοινιά σε τέτοια απόσταση, ώστε να σχηματίζεται τριγωνική πυραμίδα.
   Για να ζυγιστεί σωστά ο αετός έπρεπε αν δέσουμε το σπάγκο με τα στοματάρια, δηλαδή το ζύγι, ως εξής: τραβούσαμε το ζύγι ως το κέντρο του χαρταετού, ύστερα προς τα πάνω στο μέσο της πλευράς από το κεφαλάρι και όταν βρίσκαμε το μέσο από το ζύγι και το ύψος της πλευράς, δέναμε και τα άλλα δύο σχοινιά πού ξεκινούσαν από τις άκρες του κεφαλιού και μετά τα τρία σχοινιά μεταξύ τους.
   Όπως φτιάχναμε τα ζύγια για το κεφάλι του αετού, φτιάχναμε και την ουρά με τα δύο σχοινιά πού ξεκινούν από το κάτω μέρος του χαρταετού. Στη μέση από τα ζύγια της ουράς δέναμε μια ουρά από χαρτιά χρωματιστά ή από εφημερίδα ή από παλιό λεπτό ύφασμα (βαμβακερό). Στις άκρες από το πισνάρι δέναμε τις φούντες η «σκουλαρίκια», πού τα φτιάχναμε από πολύχρωμα χαρτάκια, πού τα κόβαμε με το ψαλίδι σε λεπτές λουρίδες. Το μήκος και το βάρος της ουράς εξαρτιόταν από το μέγεθος τού αετού και την ταχύτητα τού αέρα. Αν για παράδειγμα είχε δυνατό αέρα βάζαμε πιο μακριά ουρά για να είναι πιο βαριά.
   Ο αετός δενόταν με το σπάγκο ή μάτσο (καλούμπα) από τα ζύγια του κεφαλιού. Ό σπάγκος ήταν λεπτό σχοινί άσπρο ή χρωματιστό ή στημόνι και επιλέγαμε να είναι λεπτό για να μην κάνει στον αέρα κοιλιά.
   Και ερχόταν ή μεγάλη στιγμή του πετάγματος. Εδώ σε θέλω! Τώρα θα αποδειχνόταν τί μάστορες ήμαστε... Αγωνία, άγχος, γκρίνιες, φωνές, προσδοκία πώς ό δικός μας θα ήταν χωρίς αμφιβολία ό καλύτερος αετός και θ’ άφηνε μακριά όλους τούς άλλους. Τώρα θα τούς δείχναμε «πόσα απίδια βάζει ό σάκος»... Αετοί πού πατούσαν και μαζί τους και μείς και τα παιδικά μας όνειρα...
   Για να τον πετάξουμε, λοιπόν, στεκόμασταν κόντρα στον άνεμο και φυσικά χρειαζόταν και αυτός πού θα τον κρατούσε από το κέντρο του και από το πίσω μέρος. Το σήκωνε όσο πιο ψηλά μπορούσε, ενώ το άλλο παιδί κρατούσε την καλούμπα και άφηνε το σπάγκο 20 περίπου μέτρα μακρύ. Μόλις φυσούσε λίγο ό αέρας, το παιδί πού κρατούσε την καλούμπα φώναζε στο άλλο «αμόλα» και καθώς άφηνε τον αετό, έτρεχε για να σηκωθεί ψηλά ό αετός. “Όταν λοιπόν ό αετός σηκωνόταν ψηλά, λίγο-λίγο το παιδί άφηνε σπάγκο «αμόλαγε μάτσο ή αμόλαγε καλού¬μπα», ενώ με διάφορα τραβήγματα τού σπάγκου βοηθούσε τον αετό να πετάξει όλο και πιο ψηλά. Πολλές φορές κόβαμε στρογγυλά χαρτάκια, συνήθως χρωματιστά, τα περνούσαμε στο σπάγκο της καλούμπας και με τη βοήθεια τού αέρα αυτά προ¬χωρούσαν προς τον αετό. Τότε λέγαμε πώς στέλναμε τηλεγραφήματα ή γράμματα.
   Συνήθως μαζευόμασταν στην πλατεία Σκουφά γιατί δεν είχε σύρματα ηλεκτρικά και δέντρα ή και στις γειτονιές και πετούσαμε τούς αετούς μας και φυσικά προσπαθούσαμε να φτιάξουμε τον πιο ωραίο και μάλιστα διαγωνιζόμασταν ποιός αετός θα πετάξει μακρύτερα και ψηλότερα, θα έκανε κύκλους και όχι απιστίες (όταν το βάρος της ουράς δεν επαρκούσε για τη δύναμη τού αέρα, ο αετός ταλαντευόταν). Καμιά φορά κάναμε και τις ζαβολιές μας: όταν κάποιος αετός ήταν καλύτερος, προσπαθούσαμε να φέρουμε το δικό μας κοντά στο σπάγκο του για να τον τυλίξουμε και να τον κατεβάσουμε κάτω. Άλλες πάλι φορές δεν επιτρέπαμε να πετάει αετός από άλλη γειτονιά πάνω από τη δική μας. Έ, φυσικά, αφού έμπαινε σε ξένα χωράφια! Τί ήθελε να μάς δείξει δηλαδή; Παίρναμε λοιπόν άμεσα δραστικά μέτρα: ή προσπαθούσαμε να τον τυλίξουμε ή ρίχναμε «κομήτη» για να τον κατεβάσουμε κάτω και να τον πάρουμε ως τρόπαιο. (Ό κομήτης ήταν αυτοσχέδια παγίδα: δέναμε δύο πέτρες από τις άκρες ενός σχοινιού μήκους περίπου 40 πόντων και τον πετούσαμε πάνω στον άλλο αετό).
   Πιο φτηνή και εύκολη λύση ήταν ή σαΐτα. Παίρναμε το μεσαίο διπλό φύλλο ενός μεγάλου τετραδίου και διπλώναμε τη μια γωνία στην απέναντι πλευρά. Σχηματιζόταν έτσι ένα ορθογώνιο τρίγωνο, πού το τσακίζαμε (διπλώναμε) στη μεγάλη του πλευρά - την υποτείνουσα. Το κομμάτι τού χαρτιού πού περίσσευε στο κάτω μέρος το διπλώναμε και το κόβαμε από την ορθή γωνία προς τα πίσω, μέχρι το κάτω μέρος της μεγάλης πλευράς. Από κει το σχίζαμε πλευρά-πλευρά ώστε να σχηματιστεί ουρά από χαρτί. Μετά ανοίγαμε στις δύο ορθές γωνίες τού τριγώνου τρύπες και δέναμε ένα σχοινί σε κάθε τρύπα. Αφήναμε μια απόσταση περίπου μιας παλάμης και ενώναμε τα δύο σχοινιά με κόμπο και στο σημείο αυτό δέναμε το σπάγκο. Ή σαΐτα ήταν έτοιμη να πετάξει.
   «Αμόλα μάτσο». Φωνές παιδικές μέσα από την αχλύ τού χρόνου. Λες και ήταν χτές. Ακούστε τη μουσική από τούς «Χαρταετούς» τού Θεοδωράκη και θα καταλάβετε: βαθύ πέταγμα, βαθύ πέσιμο και ξανά πάλι πάνω και πάνω, στο άπειρο, ένα με μάς, προέκταση τού χεριού μας το μάτσο και ό αετός. Στιγμές μοναδικές φαντασίας, δημιουργικότητας με ελάχιστα πράγματα, ελευθερίας, ανάτασης, συντροφικότητας, αλλά και συναγωνισμού, χωρίς όμως έπαθλα. Αρκούσαν ή προσμονή του πριν και ή χαρά του μετά, οι ιαχές της χαράς: τζαράω,ωωωω... (πέρασα τον άλλο τον αετό).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΣ 
Πρόεδρος του Μ/Φ Συλλόγου «ΣΚΟΥΦΑΣ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια κάτω από κάθε ανάρτηση εκφράζουν ΜΟΝΟ τις απόψεις των αναγνωστών που τις δημοσιεύουν.
O "Τηλεβόας" σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα ελληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επίσης, επειδή πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο.