Η ιστορία ενός από τα μνημεία-σύμβολα της πόλης, με τον μοναδικό, σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, μηχανισμό ρολογιού
Ο Πύργος του Ρολογιού είναι μνημείο Οθωμανικής περιόδου στην Άρτα και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πόλης. Η κατασκευή του ορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και είναι το παλαιότερο ρολόι στην Ήπειρο και ένα από τα παλαιότερα στον Ελλαδικό χώρο ενώ, ταυτόχρονα, ο αρχικός μηχανισμός του ρολογιού το καθιστούσε μοναδικό στο είδος του σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το ρολόι υπήρξε στενά συνδεδεμένο με τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές της περιοχής και η κεντρική του θέση δίπλα στο κάστρο, το ανέδειξε σε σημείο αναφοράς. Η πλατεία της Ώρας, που υπήρχε μπροστά από το ρολόι, αποτελούσε ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης και τόπος συνάντησης για τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της Άρτας.
Περιγραφή
Το ρολόι βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του κάστρου της Άρτας, δίπλα από το 2ο δημοτικό σχολείο Άρτας και την πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, ενώ απέχει ελάχιστα από το Βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου. Πρόκειται για έναν πύργο ύψους 21 μέτρων και είναι κατασκευασμένος από λαξευμένη πέτρα, παρόμοια με εκείνη του κάστρου. Το κτίσμα, με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, αποτελείται από τη βάση, τον κορμό και τη στέγη. Οι όψεις του πύργου είναι απέριττες και εμφανίζουν τρία κάθετα ανοίγματα στην ανατολική και νότια πλευρά, τα οποία διευρύνονται προς το εσωτερικό και χρησίμευαν ως παράθυρα για την είσοδο του ηλιακού φωτός.
Το καντράν του ρολογιού βρίσκεται στο άνω τμήμα της νότιας πρόσοψης και αποτελείται από έναν κυκλικό σιδερένιο δίσκο με λευκό τζάμι, στον οποίο εσωτερικά έχουν συγκολληθεί 12 μεταλλικοί κύκλοι με τους αριθμούς της ώρας, ενώ στο κέντρο βρίσκονται οι δείκτες του ρολογιού.
Η μοναδική είσοδος του πύργου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και είναι υπερυψωμένη από τη στάθμη του εδάφους, ενώ η πρόσβαση για το προσωπικό συντήρησης είναι εφικτή μέσω μίας πέτρινης σκάλας. Οι εσωτερικές τοιχοποιίες είναι χυτές και ενισχύονται με ξυλοδεσιές, τοποθετημένες καθ’ ύψος ανά 1 μ. περίπου, ενώ οι γωνίες υποστηρίζονται από ξύλινα υποστυλώματα. Η ανάβαση στην κορυφή γίνεται μέσω μίας μεταλλικής ελικοειδούς σκάλας, η οποία καταλήγει σε μία οριζόντια ράμπα. Η είσοδος στο άνω τμήμα του ρολογιού γίνεται μέσω μίας δεύτερης σκάλας, η οποία συνδέει τη ράμπα με το ξύλινο κλιμακοστάσιο όπου βρίσκεται ο μηχανισμός λειτουργίας του ρολογιού. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός είναι ρυθμισμένος έτσι ώστε να χτυπάει κάθε 30 και 60 λεπτά τη μεγάλη καμπάνα που υπάρχει στην κορυφή του πύργου και να σηματοδοτεί την ώρα.
Η κορυφή του πύργου καλύπτεται με κεραμοσκεπή, η οποία αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στον αρχικό πύργο. Τα στηρίγματα της κεραμοσκεπής είναι κατασκευασμένα από κόκκινα τούβλα μικρών διαστάσεων και με τη διάταξή τους σχηματίζουν οχτώ τοξωτά ανοίγματα, δύο σε κάθε πλευρά. Η καμπάνα του ρολογιού είναι σταθερού τύπου και οι κτύποι είναι εφικτοί μέσω μίας εξωτερικής κινούμενης σφύρας.
Ιστορία
Ο Πύργος του Ρολογιού είναι έργο του 17ου αιώνα αλλά δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατασκευής όμως πιθανολογείται ότι χτίστηκε την περίοδo 1630 – 1650 και υπήρξε το πρώτο μηχανικό ρολόι με δίσκο σε όλη την αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ρολόι είχε αρχικά αραβικούς αριθμούς και ήταν διακοσμημένο με σμάλτο.
Τα Οθωμανικά ρολόγια
Τα πρώτα μηχανικά ρολόγια είχαν φτάσει στην αυλή του Σουλτάνου ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα εξαπλώθηκαν σταδιακά και πέρα από τον στενό κύκλο του παλατιού. Η ανέγερση πύργων με ρολόγια στην Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε στα μέσα του 16ου αιώνα και τα πρώτα δείγματα εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια. Η κατασκευή των πύργων λάμβανε χώρα κυρίως σε περιοχές με εμπορικό ενδιαφέρον και όπου υπήρχε παρουσία χριστιανικών πληθυσμών ενώ η ανέγερσή τους γίνονταν σε δημόσιους χώρους και αγορές.
Αντίθετα, η κατασκευή δημόσιων ρολογιών σε περιοχές με αμιγώς μουσουλμανικό στοιχείο ήρθε αργότερα διότι υπήρχε έντονη προκατάληψη απέναντι στους πύργους, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν το αντίπαλο δέος των μιναρέδων αλλά και απέναντι στον ήχο της καμπάνας, η οποία για τους μουσουλμάνους συμβόλιζε το κάλεσμα των χριστιανών για προσευχή. Οι συγκεκριμένες προκαταλήψεις υπήρχαν και σε περιοχές με μεικτό μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο αλλά σε ένα βαθμό ξεπεράστηκαν με το να κατασκευαστούν πύργοι χαμηλότερου ύψους από εκείνο των μιναρέδων αλλά κυρίως με το να ταυτιστούν στη λαϊκή συνείδηση ως οικοδομήματα μέτρησης χρόνου και όχι ως χριστιανικά σύμβολα. Παρ’ όλα αυτά μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα η εξάπλωση των πύργων υπήρξε σχετικά μικρή ακόμη και στις χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διότι εκτός από τις προκαταλήψεις, οι πύργοι των ρολογιών είχαν υψηλό κόστος κατασκευής και συντήρησης και γι’ αυτό η κατασκευή τους λάμβανε χώρα κυρίως σε πόλεις με οικονομική άνθιση και έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Το ρολόι της Άρτας
Η Άρτα του 17ου αιώνα ήταν μία ακμάζουσα οικονομικά πόλη και είχε όλες τις προϋποθέσεις για να φιλοξενήσει ένα από τα πρώτα δημόσια ρολόγια στην Οθωμανική αυτοκρατορία διότι αποτελούσε χώρο προνομιακό για το ευρωπαϊκό εμπόριο και κομβικό σημείο για τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε και η σύνθεση του πληθυσμού της Άρτας τον 17ο αιώνα. Ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε την Άρτα το 1670 και μας αναφέρει ότι υπήρχαν 17 συνοικίες από τις οποίες οι τρεις ήταν μουσουλμανικές, οι τέσσερις εβραϊκές και οι υπόλοιπες χριστιανικές ενώ ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Ζακόμπ Σπον επισκέφθηκε την Άρτα το 1675 και μας πληροφορεί ότι η πόλη είχε περίπου εφτά με οχτώ χιλιάδες κατοίκους και οι Έλληνες υπερείχαν σε αριθμό των Τούρκων.
Ιστορικά η πρώτη πηγή που μας γνωστοποιεί την ύπαρξη του ρολογιού είναι το «Βιβλίο των ταξιδιών» του Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος μας αναφέρει ότι το ρολόι έκανε μία πλήρη περιστροφή κάθε 24 ώρες και είχε μία μεγάλη καμπάνα, της οποίας ο ήχος μπορούσε να γίνει αντιληπτός σε απόσταση μίας ώρας από την Άρτα ενώ ταυτόχρονα τονίζει ότι δεν υπήρχε σε κανένα άλλο τόπο, ρολόι ανάλογης τεχνικής αρτιότητας.
Ο Γάλλος ιστορικός και διπλωμάτης Φρανσουά Πουκεβίλ στο έργο του «Ιστορία της αναγέννησης της Ελλάδας» κάνει αναφορά στο ρολόι με αφορμή ένα περιστατικό που συνέβη στην Άρτα το 1805. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, κάλεσε στην Άρτα έναν πλούσιο Αιτωλό και τον γιο του, ως ένδειξη συγχώρεσης για την αμέλεια να προσφέρει δώρα στον πασά όταν εκείνος πέρασε από τα μέρη του. Ο Αιτωλός με τη συνοδεία του γιου του, έφτασε στη Σαλαώρα και από εκεί κατευθύνθηκε προς την Άρτα. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, ο Αιτωλός εισήλθε στην Άρτα τη στιγμή που το ρολόι της πόλης χτυπούσε την ενδεκάτη πρωινή Οθωμανική ώρα, η οποία αντιστοιχούσε περίπου στην πέμπτη απογευματινή ευρωπαϊκή ώρα. Ο Γάλλος διπλωμάτης μας πληροφορεί επίσης ότι εκείνη την εποχή, παρόλο που οι καμπάνες ήταν απαγορευμένες σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, υπήρχαν αρκετά ρολόγια με καμπάνες, κυρίως στις σημαντικές πόλεις.
Μία από τις πρώτες γνωστές απεικονίσεις του ρολογιού έγινε από τον Άγγλο συγγραφέα και ζωγράφο, Έντουαρντ Λίαρ, ο οποίος επισκέφθηκε την Άρτα στις 4 Μαΐου 1849. Ο Λίαρ στο έργο του, απεικόνισε την Άρτα με τον Πύργο του Ρολογιού, τα τζαμιά και το κάστρο της πόλης. Ανάλογη απεικόνιση έγινε και από τον Άγγλο χαράκτη Έντμουντ Έβανς, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη τον Απρίλιο του 1854.
Αναφορά στο ρολόι κάνει και ο Σεραφείμ Ξενόπουλος, μητροπολίτης Άρτας στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884). Σύμφωνα με αυτή την πηγή, ο Πύργος του Ρολογιού βρισκόταν δίπλα στο τζαμί του Σουλτάνου Βαγιαζίτ και μπροστά από το κάστρο. Το τζαμί του Βαγιαζίτ ήταν ένα από τα 8 που υπήρχαν στην περιοχή της Άρτας και είχε χτιστεί πάνω στα θεμέλια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στη μνήμη των Αγίων Ταξιαρχών. Σύμφωνα με το μητροπολίτη Άρτας, η θέση στην οποία είχε ανεγερθεί το ρολόι, γνωστή και ως Πλατεία της Ώρας, αποτελούσε κεντρικό σημείο της Άρτας όπου συναθροίζονταν εκεί πλήθος Οθωμανών για την καθημερινή προσευχή.
Μέχρι το 1908, το ρολόι λειτουργούσε με βάση το Οθωμανικό σύστημα μέτρησης της ώρας που, σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό σύστημα όπου η ημέρα χωρίζεται σε 24 ώρες ίσης διάρκειας, είχε ως βάση τις εποχικές ώρες άνισης διάρκειας. Οι ώρες της ημέρας και της νύχτας χωρίζονταν σε 12 περιόδους αντίστοιχα και ήταν προσαρμοσμένες γύρω από τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές των Οθωμανών και την έκτη προαιρετική. Η ημέρα σύμφωνα με τους Οθωμανούς ξεκινούσε με την ανατολή του ηλίου και τελείωνε με τη δύση και κάθε ώρα είχε διάρκεια μεταξύ 50 και 60 λεπτών κατά τους χειμερινούς μήνες και έως 75 λεπτά κατά τους θερινούς μήνες. Η εργάσιμη Οθωμανική ημέρα ξεκινούσε 3 ώρες μετά την ανατολή του ηλίου και τελείωνε μία ώρα πριν τη δύση. Οι οκτώ Οθωμανικές εργάσιμες ώρες εκτείνονταν μεταξύ της τρίτης και της ενδέκατης ώρας από τις συνολικά δώδεκα εποχιακά μεταβλητές ώρες της ημέρας και στη διάρκεια αυτών των ωρών ρυθμίζονταν τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι εργασιακές υποχρεώσεις.
Το 1908 ο παλαιός μηχανισμός αντικαταστάθηκε από νέο μηχανικό ρολόι με εκκρεμές ώστε να σηματοδοτεί τις ευρωπαϊκές ώρες. Το συγκεκριμένο ρολόι διέθετε 5 βασικά μέρη: α. Την κινητήριο δύναμη, η οποία ήταν ένα βάρος σε ένα συρματόσκοινο που γύριζε ένα γρανάζι. β. Το εκκρεμές. γ. Το μηχανισμό διαφυγής που μαζί με το εκκρεμές απελευθέρωνε για ελάχιστο χρονικό διάστημα τη δύναμη του βάρους και έδινε τη δυνατότητα στα γρανάζια να κάνουν περιστροφή ενώ ταυτόχρονα ωθούσε και το ίδιο εκκρεμές. δ. Την ακολουθία των γραναζιών, η οποία μετέφερε τη δύναμη του βάρους στο εκκρεμές και ε. Το καντράν με τους δείκτες, οι οποίοι κινούνταν με βάση τις κινήσεις του εκκρεμούς. Ο συγκεκριμένος τύπος ρολογιού παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το 1994 όπου και αντικαταστάθηκε με σύγχρονο ηλεκτρονικό μηχανισμό.
Η Πλατεία της Ώρας
Η Πλατεία της Ώρας ή πλατεία Ρολογιού και η πλατεία Μονοπωλείου ήταν οι δύο πλατείες της Άρτας στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η πλατεία αποτελούσε κομβικό σημείο για την Άρτα και όλοι οι δρόμοι της πόλης, με εξαίρεση το Ρωμιοπάζαρο (σημερινή οδό Σκουφά), συνέκλιναν προς το μέρος αυτό και στην περιοχή από την πλατεία μέχρι τη σημερινή λαϊκή αγορά, βρίσκονταν το Τουρκοπάζαρο. Πολύ κοντά στην πλατεία υπήρχε η εβραική συναγωγή «Γκρέκα» και σε συνδυασμό με το παρακείμενο τέμενος του Σουλτάν Βαγιαζίτ και τους ναούς του Αγίου Βασιλείου και του Αγίου Νικολάου, καθιστούσαν την πλατεία ένα πολυσύχναστο σημείο για τις τρεις θρησκευτικές ομάδες της Άρτας. Το συγκεκριμένο γεγονός αλλά και η έντονη εμπορική δραστηριότητα στη γύρω περιοχή, πιθανόν να αποτέλεσαν τους κύριους λόγους για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για την κατασκευή του ρολογιού.
Η πλατεία, λόγω της κεντρικής θέσης της, υπήρξε στενά συνδεδεμένη με κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της Άρτας. Στις 24 Ιουνίου 1881, ημέρα απελευθέρωσης της πόλης, πλήθος πολιτών είχε εξέλθει στους δρόμους για να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Η επίσημη υποδοχή έλαβε χώρα στο ύψος του ναού των Αγίων Θεοδώρων με το στήσιμο αψίδας και στις 4 μ.μ κατέφθασε ο αξιωματικός Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος ενώπιον του μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ, ανακοίνωσε την κατάληψη της Άρτας. Αμέσως μετά το 4ο τάγμα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Δημήτριο Αντωναρόπουλο εισήλθε στην πόλη και ακολούθησαν οι λοιπές μονάδες ενώ οι κάτοικοι της Άρτας ακολουθούσαν την πορεία, η οποία κατέληξε στην πλατεία του Ρολογιού. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου δόθηκε εντολή να φωταγωγηθεί όλη η πόλη ενώ το πλήθος παρέμεινε στην πλατεία μέχρι αργά τη νύχτα.
Στις 28 Ιουνίου τελέσθηκε ιερά θεία λειτουργία στο κάστρο της Άρτας, την οποία παρακολούθησαν όλοι οι κάτοικοι ενώ οι πανηγυρικές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα με νέα συγκέντρωση στην πλατεία του Ρολογιού. Το δημοτικό συμβούλιο, για να τιμήσει αυτή τη σημαντική στιγμή για την πόλη της Άρτας, έλαβε την απόφαση να μετονομαστεί η πλατεία Μονοπωλίου σε πλατεία Ελευθερίας και η πλατεία του Ρολογιού σε πλατεία Βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Μετά την απελευθέρωση άρχισαν σταδιακά να οργανώνονται οι κρατικές δομές και στις 16 Σεπτεμβρίου 1881 η πόλη της Άρτας υποδέχθηκε τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Η υποδοχή υπήρξε θερμή και τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας ο βασιλιάς επιθεώρησε τις μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει στο κάστρο της Άρτας και κατά την αναχώρηση του, επισκέφθηκε το φρουραρχείο που υπήρχε στην πλατεία και την εβραϊκή συναγωγή. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της τότε πλατείας αποτελεί τον προαύλιο χώρο του 2ου δημοτικού σχολείου Άρτας.
Το Ρολόι στη λογοτεχνία
Ο Αρτινός συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος, στο μυθιστόρημά του «Ιμαρέτ» κάνει αναφορά στο ρολόι και μας περιγράφει τη ζωή των κατοίκων της Άρτας, στο 2ο μισό του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών, του Έλληνα Λιόντου Θερσίτη και του Οθωμανού Νετζίπ. Πλήθος ανθρώπινοι χαρακτήρες παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και πάνω απ΄ όλους στέκεται ο παππούς Ισμαήλ, ο οποίος ήταν και ο συντηρητής του ρολογιού και πίστευε ότι το συγκεκριμένο ρολόι δεν θα μπορούσε ποτέ να σημάνει τις ευρωπαϊκές ώρες.
πηγή
Ο Πύργος του Ρολογιού είναι μνημείο Οθωμανικής περιόδου στην Άρτα και αποτελεί ένα από τα σύμβολα της πόλης. Η κατασκευή του ορίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα και είναι το παλαιότερο ρολόι στην Ήπειρο και ένα από τα παλαιότερα στον Ελλαδικό χώρο ενώ, ταυτόχρονα, ο αρχικός μηχανισμός του ρολογιού το καθιστούσε μοναδικό στο είδος του σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Το ρολόι υπήρξε στενά συνδεδεμένο με τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές της περιοχής και η κεντρική του θέση δίπλα στο κάστρο, το ανέδειξε σε σημείο αναφοράς. Η πλατεία της Ώρας, που υπήρχε μπροστά από το ρολόι, αποτελούσε ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης και τόπος συνάντησης για τις τρεις θρησκευτικές κοινότητες της Άρτας.
Περιγραφή
Το ρολόι βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του κάστρου της Άρτας, δίπλα από το 2ο δημοτικό σχολείο Άρτας και την πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, ενώ απέχει ελάχιστα από το Βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου. Πρόκειται για έναν πύργο ύψους 21 μέτρων και είναι κατασκευασμένος από λαξευμένη πέτρα, παρόμοια με εκείνη του κάστρου. Το κτίσμα, με σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, αποτελείται από τη βάση, τον κορμό και τη στέγη. Οι όψεις του πύργου είναι απέριττες και εμφανίζουν τρία κάθετα ανοίγματα στην ανατολική και νότια πλευρά, τα οποία διευρύνονται προς το εσωτερικό και χρησίμευαν ως παράθυρα για την είσοδο του ηλιακού φωτός.
Το καντράν του ρολογιού βρίσκεται στο άνω τμήμα της νότιας πρόσοψης και αποτελείται από έναν κυκλικό σιδερένιο δίσκο με λευκό τζάμι, στον οποίο εσωτερικά έχουν συγκολληθεί 12 μεταλλικοί κύκλοι με τους αριθμούς της ώρας, ενώ στο κέντρο βρίσκονται οι δείκτες του ρολογιού.
Η μοναδική είσοδος του πύργου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και είναι υπερυψωμένη από τη στάθμη του εδάφους, ενώ η πρόσβαση για το προσωπικό συντήρησης είναι εφικτή μέσω μίας πέτρινης σκάλας. Οι εσωτερικές τοιχοποιίες είναι χυτές και ενισχύονται με ξυλοδεσιές, τοποθετημένες καθ’ ύψος ανά 1 μ. περίπου, ενώ οι γωνίες υποστηρίζονται από ξύλινα υποστυλώματα. Η ανάβαση στην κορυφή γίνεται μέσω μίας μεταλλικής ελικοειδούς σκάλας, η οποία καταλήγει σε μία οριζόντια ράμπα. Η είσοδος στο άνω τμήμα του ρολογιού γίνεται μέσω μίας δεύτερης σκάλας, η οποία συνδέει τη ράμπα με το ξύλινο κλιμακοστάσιο όπου βρίσκεται ο μηχανισμός λειτουργίας του ρολογιού. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός είναι ρυθμισμένος έτσι ώστε να χτυπάει κάθε 30 και 60 λεπτά τη μεγάλη καμπάνα που υπάρχει στην κορυφή του πύργου και να σηματοδοτεί την ώρα.
Η κορυφή του πύργου καλύπτεται με κεραμοσκεπή, η οποία αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στον αρχικό πύργο. Τα στηρίγματα της κεραμοσκεπής είναι κατασκευασμένα από κόκκινα τούβλα μικρών διαστάσεων και με τη διάταξή τους σχηματίζουν οχτώ τοξωτά ανοίγματα, δύο σε κάθε πλευρά. Η καμπάνα του ρολογιού είναι σταθερού τύπου και οι κτύποι είναι εφικτοί μέσω μίας εξωτερικής κινούμενης σφύρας.
Ιστορία
Ο Πύργος του Ρολογιού είναι έργο του 17ου αιώνα αλλά δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία κατασκευής όμως πιθανολογείται ότι χτίστηκε την περίοδo 1630 – 1650 και υπήρξε το πρώτο μηχανικό ρολόι με δίσκο σε όλη την αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το ρολόι είχε αρχικά αραβικούς αριθμούς και ήταν διακοσμημένο με σμάλτο.
Τα Οθωμανικά ρολόγια
Τα πρώτα μηχανικά ρολόγια είχαν φτάσει στην αυλή του Σουλτάνου ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα εξαπλώθηκαν σταδιακά και πέρα από τον στενό κύκλο του παλατιού. Η ανέγερση πύργων με ρολόγια στην Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε στα μέσα του 16ου αιώνα και τα πρώτα δείγματα εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια. Η κατασκευή των πύργων λάμβανε χώρα κυρίως σε περιοχές με εμπορικό ενδιαφέρον και όπου υπήρχε παρουσία χριστιανικών πληθυσμών ενώ η ανέγερσή τους γίνονταν σε δημόσιους χώρους και αγορές.
Αντίθετα, η κατασκευή δημόσιων ρολογιών σε περιοχές με αμιγώς μουσουλμανικό στοιχείο ήρθε αργότερα διότι υπήρχε έντονη προκατάληψη απέναντι στους πύργους, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν το αντίπαλο δέος των μιναρέδων αλλά και απέναντι στον ήχο της καμπάνας, η οποία για τους μουσουλμάνους συμβόλιζε το κάλεσμα των χριστιανών για προσευχή. Οι συγκεκριμένες προκαταλήψεις υπήρχαν και σε περιοχές με μεικτό μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο αλλά σε ένα βαθμό ξεπεράστηκαν με το να κατασκευαστούν πύργοι χαμηλότερου ύψους από εκείνο των μιναρέδων αλλά κυρίως με το να ταυτιστούν στη λαϊκή συνείδηση ως οικοδομήματα μέτρησης χρόνου και όχι ως χριστιανικά σύμβολα. Παρ’ όλα αυτά μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα η εξάπλωση των πύργων υπήρξε σχετικά μικρή ακόμη και στις χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διότι εκτός από τις προκαταλήψεις, οι πύργοι των ρολογιών είχαν υψηλό κόστος κατασκευής και συντήρησης και γι’ αυτό η κατασκευή τους λάμβανε χώρα κυρίως σε πόλεις με οικονομική άνθιση και έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Το ρολόι της Άρτας
Η Άρτα του 17ου αιώνα ήταν μία ακμάζουσα οικονομικά πόλη και είχε όλες τις προϋποθέσεις για να φιλοξενήσει ένα από τα πρώτα δημόσια ρολόγια στην Οθωμανική αυτοκρατορία διότι αποτελούσε χώρο προνομιακό για το ευρωπαϊκό εμπόριο και κομβικό σημείο για τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε και η σύνθεση του πληθυσμού της Άρτας τον 17ο αιώνα. Ο Τούρκος χρονογράφος και περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφθηκε την Άρτα το 1670 και μας αναφέρει ότι υπήρχαν 17 συνοικίες από τις οποίες οι τρεις ήταν μουσουλμανικές, οι τέσσερις εβραϊκές και οι υπόλοιπες χριστιανικές ενώ ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Ζακόμπ Σπον επισκέφθηκε την Άρτα το 1675 και μας πληροφορεί ότι η πόλη είχε περίπου εφτά με οχτώ χιλιάδες κατοίκους και οι Έλληνες υπερείχαν σε αριθμό των Τούρκων.
Ιστορικά η πρώτη πηγή που μας γνωστοποιεί την ύπαρξη του ρολογιού είναι το «Βιβλίο των ταξιδιών» του Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος μας αναφέρει ότι το ρολόι έκανε μία πλήρη περιστροφή κάθε 24 ώρες και είχε μία μεγάλη καμπάνα, της οποίας ο ήχος μπορούσε να γίνει αντιληπτός σε απόσταση μίας ώρας από την Άρτα ενώ ταυτόχρονα τονίζει ότι δεν υπήρχε σε κανένα άλλο τόπο, ρολόι ανάλογης τεχνικής αρτιότητας.
Ο Γάλλος ιστορικός και διπλωμάτης Φρανσουά Πουκεβίλ στο έργο του «Ιστορία της αναγέννησης της Ελλάδας» κάνει αναφορά στο ρολόι με αφορμή ένα περιστατικό που συνέβη στην Άρτα το 1805. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά των Ιωαννίνων, κάλεσε στην Άρτα έναν πλούσιο Αιτωλό και τον γιο του, ως ένδειξη συγχώρεσης για την αμέλεια να προσφέρει δώρα στον πασά όταν εκείνος πέρασε από τα μέρη του. Ο Αιτωλός με τη συνοδεία του γιου του, έφτασε στη Σαλαώρα και από εκεί κατευθύνθηκε προς την Άρτα. Σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, ο Αιτωλός εισήλθε στην Άρτα τη στιγμή που το ρολόι της πόλης χτυπούσε την ενδεκάτη πρωινή Οθωμανική ώρα, η οποία αντιστοιχούσε περίπου στην πέμπτη απογευματινή ευρωπαϊκή ώρα. Ο Γάλλος διπλωμάτης μας πληροφορεί επίσης ότι εκείνη την εποχή, παρόλο που οι καμπάνες ήταν απαγορευμένες σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία, υπήρχαν αρκετά ρολόγια με καμπάνες, κυρίως στις σημαντικές πόλεις.
Μία από τις πρώτες γνωστές απεικονίσεις του ρολογιού έγινε από τον Άγγλο συγγραφέα και ζωγράφο, Έντουαρντ Λίαρ, ο οποίος επισκέφθηκε την Άρτα στις 4 Μαΐου 1849. Ο Λίαρ στο έργο του, απεικόνισε την Άρτα με τον Πύργο του Ρολογιού, τα τζαμιά και το κάστρο της πόλης. Ανάλογη απεικόνιση έγινε και από τον Άγγλο χαράκτη Έντμουντ Έβανς, ο οποίος επισκέφθηκε την πόλη τον Απρίλιο του 1854.
Αναφορά στο ρολόι κάνει και ο Σεραφείμ Ξενόπουλος, μητροπολίτης Άρτας στο «Δοκίμιον Ιστορικόν περί Άρτης & Πρεβέζης» (εκδ.1884). Σύμφωνα με αυτή την πηγή, ο Πύργος του Ρολογιού βρισκόταν δίπλα στο τζαμί του Σουλτάνου Βαγιαζίτ και μπροστά από το κάστρο. Το τζαμί του Βαγιαζίτ ήταν ένα από τα 8 που υπήρχαν στην περιοχή της Άρτας και είχε χτιστεί πάνω στα θεμέλια χριστιανικού ναού αφιερωμένου στη μνήμη των Αγίων Ταξιαρχών. Σύμφωνα με το μητροπολίτη Άρτας, η θέση στην οποία είχε ανεγερθεί το ρολόι, γνωστή και ως Πλατεία της Ώρας, αποτελούσε κεντρικό σημείο της Άρτας όπου συναθροίζονταν εκεί πλήθος Οθωμανών για την καθημερινή προσευχή.
Μέχρι το 1908, το ρολόι λειτουργούσε με βάση το Οθωμανικό σύστημα μέτρησης της ώρας που, σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό σύστημα όπου η ημέρα χωρίζεται σε 24 ώρες ίσης διάρκειας, είχε ως βάση τις εποχικές ώρες άνισης διάρκειας. Οι ώρες της ημέρας και της νύχτας χωρίζονταν σε 12 περιόδους αντίστοιχα και ήταν προσαρμοσμένες γύρω από τις πέντε υποχρεωτικές προσευχές των Οθωμανών και την έκτη προαιρετική. Η ημέρα σύμφωνα με τους Οθωμανούς ξεκινούσε με την ανατολή του ηλίου και τελείωνε με τη δύση και κάθε ώρα είχε διάρκεια μεταξύ 50 και 60 λεπτών κατά τους χειμερινούς μήνες και έως 75 λεπτά κατά τους θερινούς μήνες. Η εργάσιμη Οθωμανική ημέρα ξεκινούσε 3 ώρες μετά την ανατολή του ηλίου και τελείωνε μία ώρα πριν τη δύση. Οι οκτώ Οθωμανικές εργάσιμες ώρες εκτείνονταν μεταξύ της τρίτης και της ενδέκατης ώρας από τις συνολικά δώδεκα εποχιακά μεταβλητές ώρες της ημέρας και στη διάρκεια αυτών των ωρών ρυθμίζονταν τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι εργασιακές υποχρεώσεις.
Το 1908 ο παλαιός μηχανισμός αντικαταστάθηκε από νέο μηχανικό ρολόι με εκκρεμές ώστε να σηματοδοτεί τις ευρωπαϊκές ώρες. Το συγκεκριμένο ρολόι διέθετε 5 βασικά μέρη: α. Την κινητήριο δύναμη, η οποία ήταν ένα βάρος σε ένα συρματόσκοινο που γύριζε ένα γρανάζι. β. Το εκκρεμές. γ. Το μηχανισμό διαφυγής που μαζί με το εκκρεμές απελευθέρωνε για ελάχιστο χρονικό διάστημα τη δύναμη του βάρους και έδινε τη δυνατότητα στα γρανάζια να κάνουν περιστροφή ενώ ταυτόχρονα ωθούσε και το ίδιο εκκρεμές. δ. Την ακολουθία των γραναζιών, η οποία μετέφερε τη δύναμη του βάρους στο εκκρεμές και ε. Το καντράν με τους δείκτες, οι οποίοι κινούνταν με βάση τις κινήσεις του εκκρεμούς. Ο συγκεκριμένος τύπος ρολογιού παρέμεινε σε λειτουργία μέχρι το 1994 όπου και αντικαταστάθηκε με σύγχρονο ηλεκτρονικό μηχανισμό.
Η Πλατεία της Ώρας
Η Πλατεία της Ώρας ή πλατεία Ρολογιού και η πλατεία Μονοπωλείου ήταν οι δύο πλατείες της Άρτας στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η πλατεία αποτελούσε κομβικό σημείο για την Άρτα και όλοι οι δρόμοι της πόλης, με εξαίρεση το Ρωμιοπάζαρο (σημερινή οδό Σκουφά), συνέκλιναν προς το μέρος αυτό και στην περιοχή από την πλατεία μέχρι τη σημερινή λαϊκή αγορά, βρίσκονταν το Τουρκοπάζαρο. Πολύ κοντά στην πλατεία υπήρχε η εβραική συναγωγή «Γκρέκα» και σε συνδυασμό με το παρακείμενο τέμενος του Σουλτάν Βαγιαζίτ και τους ναούς του Αγίου Βασιλείου και του Αγίου Νικολάου, καθιστούσαν την πλατεία ένα πολυσύχναστο σημείο για τις τρεις θρησκευτικές ομάδες της Άρτας. Το συγκεκριμένο γεγονός αλλά και η έντονη εμπορική δραστηριότητα στη γύρω περιοχή, πιθανόν να αποτέλεσαν τους κύριους λόγους για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για την κατασκευή του ρολογιού.
Η πλατεία, λόγω της κεντρικής θέσης της, υπήρξε στενά συνδεδεμένη με κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας της Άρτας. Στις 24 Ιουνίου 1881, ημέρα απελευθέρωσης της πόλης, πλήθος πολιτών είχε εξέλθει στους δρόμους για να υποδεχτεί τον ελληνικό στρατό. Η επίσημη υποδοχή έλαβε χώρα στο ύψος του ναού των Αγίων Θεοδώρων με το στήσιμο αψίδας και στις 4 μ.μ κατέφθασε ο αξιωματικός Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος ενώπιον του μητροπολίτη Άρτας Σεραφείμ, ανακοίνωσε την κατάληψη της Άρτας. Αμέσως μετά το 4ο τάγμα πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Δημήτριο Αντωναρόπουλο εισήλθε στην πόλη και ακολούθησαν οι λοιπές μονάδες ενώ οι κάτοικοι της Άρτας ακολουθούσαν την πορεία, η οποία κατέληξε στην πλατεία του Ρολογιού. Το βράδυ της 24ης Ιουνίου δόθηκε εντολή να φωταγωγηθεί όλη η πόλη ενώ το πλήθος παρέμεινε στην πλατεία μέχρι αργά τη νύχτα.
Στις 28 Ιουνίου τελέσθηκε ιερά θεία λειτουργία στο κάστρο της Άρτας, την οποία παρακολούθησαν όλοι οι κάτοικοι ενώ οι πανηγυρικές εκδηλώσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα με νέα συγκέντρωση στην πλατεία του Ρολογιού. Το δημοτικό συμβούλιο, για να τιμήσει αυτή τη σημαντική στιγμή για την πόλη της Άρτας, έλαβε την απόφαση να μετονομαστεί η πλατεία Μονοπωλίου σε πλατεία Ελευθερίας και η πλατεία του Ρολογιού σε πλατεία Βασιλέως Γεωργίου του Α΄. Μετά την απελευθέρωση άρχισαν σταδιακά να οργανώνονται οι κρατικές δομές και στις 16 Σεπτεμβρίου 1881 η πόλη της Άρτας υποδέχθηκε τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Η υποδοχή υπήρξε θερμή και τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας ο βασιλιάς επιθεώρησε τις μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει στο κάστρο της Άρτας και κατά την αναχώρηση του, επισκέφθηκε το φρουραρχείο που υπήρχε στην πλατεία και την εβραϊκή συναγωγή. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της τότε πλατείας αποτελεί τον προαύλιο χώρο του 2ου δημοτικού σχολείου Άρτας.
Το Ρολόι στη λογοτεχνία
Ο Αρτινός συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος, στο μυθιστόρημά του «Ιμαρέτ» κάνει αναφορά στο ρολόι και μας περιγράφει τη ζωή των κατοίκων της Άρτας, στο 2ο μισό του 19ου αιώνα μέσα από τα μάτια των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών, του Έλληνα Λιόντου Θερσίτη και του Οθωμανού Νετζίπ. Πλήθος ανθρώπινοι χαρακτήρες παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος και πάνω απ΄ όλους στέκεται ο παππούς Ισμαήλ, ο οποίος ήταν και ο συντηρητής του ρολογιού και πίστευε ότι το συγκεκριμένο ρολόι δεν θα μπορούσε ποτέ να σημάνει τις ευρωπαϊκές ώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια κάτω από κάθε ανάρτηση εκφράζουν ΜΟΝΟ τις απόψεις των αναγνωστών που τις δημοσιεύουν.
O "Τηλεβόας" σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα ελληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επίσης, επειδή πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο.