- Επιχειρεί την εγκαθίδρυση ενός, όχι κομματικού, αλλά «μητσοτακικού» κράτους, τον απόλυτο έλεγχο του οποίου θα έχουν ο ίδιος και η νομενκλατούρα του
- Η αντίθετη άποψη θα πνίγεται στη μιντιακή δικτατορία του και η πολιτική αντίδραση στο "είμαι αυτοδύναμος, κάνω ό,τι μου αρέσει"
Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 και ιδίως η συνετή και επιτυχημένη διακυβέρνησή του τρόμαξαν τους συντηρητικούς κύκλους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το παράδειγμα ενός μικρού, ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος το οποίο τα καταφέρνει εκεί που τα αστικά κόμματα απέτυχαν θα μπορούσε να απελευθερώσει και άλλες προοδευτικές δυνάμεις στη Γηραιά Ήπειρό μας, κάτι που απεύχονταν κάτοχοι και οι διαχειριστές των κεφαλαίων ανά τον κόσμο. Το φαινόμενο, λοιπόν, έπρεπε πάση θυσία να δυσφημιστεί και να αποκλειστεί η επανάληψή του. Πώς, όμως, είναι αυτό δυνατό στις δημοκρατίες;
Η Ελλάδα, μετά τη Μεταπολίτευση, κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει ένα λειτουργικό και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα κι αυτό πιστώνεται στις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα από το ’74 και μετά, με κυρίαρχες φυσιογνωμίες αυτές του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου - ιδίως του τελευταίου.
Από τους ελάχιστους αδύναμους κρίκους της δημοκρατίας μας ήταν και είναι η λειτουργία των ΜΜΕ, για τα οποία δεν βρέθηκε τρόπος πρόληψης και αποφυγής της διαπλοκής τους με τα πολιτικά κόμματα και τον οικονομικό παράγοντα, αλλά αυτό σίγουρα δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ωστόσο, ο μιντιακός πλουραλισμός και πολυφωνία είναι δείγμα της καλής λειτουργίας της δημοκρατίας. Σε χώρες με δημοκρατική παράδοση, η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται ουσιαστικά με αυτορρύθμιση. Στην Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς καλές προθέσεις και τις διάφορες νομοθετικές πρόνοιες προκειμένου να αποφεύγονται ο εναγκαλισμός και η εξάρτηση των ΜΜΕ με πολιτικά και οικονομικά κέντρα, στην ουσία τα μέσα βρίσκονται στα χέρια μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι τα αξιοποιούν για τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα.
Από την άλλη, το εκλογικό σύστημα της χώρας, το οποίο πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα με πενήντα έδρες στο Κοινοβούλιο, καθιστά τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις παντοδύναμες, ακυρώνοντας τις συναινέσεις και την αυτοσυγκράτηση που προϋποθέτουν οι κυβερνήσεις συνεργασίας.
Ο τρίτος πυλώνας της δημοκρατίας είναι η ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία, όμως, στη χώρα μας δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Κάθε πολιτική εξουσία, με καμία εξαίρεση, έχει επιχειρήσει τον προσεταιρισμό και τον έλεγχο των δικαστών προς όφελός της και, βεβαίως, εκ της συντηρητικής φύσεως του θεσμού αυτού καθαυτού, τα προνόμια της εκλεκτικής συνεννόησης τα κατείχαν και τα κατέχουν οι συντηρητικοί πολιτικοί σχηματισμοί.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συνδυασμός των τριών παραπάνω παραγόντων, ο έλεγχος των ΜΜΕ, η προνομιακή σχέση με τη Δικαιοσύνη και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, μπορεί να αλλοιώσει και να παραμορφώσει το πολίτευμα, καταλύοντας βασικές δημοκρατικές αρχές του, υπερβαίνοντας ακόμη και αυτές τις συνταγματικές επιταγές.
Ο Κ. Μητσοτάκης, τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, στον σύντομο βίο της του ενός μήνα, έχει δείξει ότι βασικός στόχος είναι η φίμωση και ο μαρασμός των αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων της χώρας, οι οποίες μπορεί να μην υπέστησαν, βεβαίως, μια βαριά ήττα στις τελευταίες εκλογές, δεν θα πρέπει, ωστόσο, στο μέλλον να ξανασηκώσουν κεφάλι και να επιχειρήσουν να διεκδικήσουν εκ νέου την εξουσία. Σε μια καλά λειτουργούσα δημοκρατία αυτό δεν θα ήταν δυνατό και για τον λόγο αυτό επιχειρεί ανενδοίαστα την κατάλυση βασικών αρχών της δημοκρατίας μας, έχοντας τη συγκυριακή απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και προνομιακούς συμμάχους τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη.
Απτά δείγματα της διάθεσης αυτής αποτελούν τα πρώτα νομοσχέδια που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή, τα οποία συγκεντρώνουν υπερεξουσίες στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, καταλύουν θεσμούς που, έστω και συμβολικά, συνδέονταν με τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα μας, όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, και αποδομούν το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης χωρίς αξιολόγηση και αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς του. Κοντά σ’ αυτά, η περιφρόνηση της αξιοκρατίας όσον αφορά τα πρόσωπα που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό, η συντηρητικοποίηση των κοινωνικών παροχών, με αποκλεισμό των αλλοδαπών και των προσφύγων, η άλωση της κρατικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου με τη μετατροπή τους σε προπαγανδιστές του κυβερνητικού έργου και με πλήρη αποκλεισμό της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μιας υπερδιογκωμένης κυβέρνησης με πλήθος μετακλητών, εν είδει κομματικού, κρατικοδίαιτου στρατού πραιτοριανών, η κατάργηση ή η αποψίλωση των ανεξάρτητων αρχών, ο διωγμός όσων δεν είναι «φίλοι» ή δεν έχουν δηλώσει υποταγή στον νέο κυβερνήτη.
Τελευταία, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, είναι η ιδεολογική και τοις πράγμασι αποκατάσταση της Ακροδεξιάς και της δικτατορίας τόσο με τη διατύπωση προσβλητικών για τη δημοκρατία μας χαρακτηρισμών για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν, όσο και με την τοποθέτηση αποδεδειγμένων υμνητών της χούντας σε καίριες θέσεις χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν τις επιλογές αυτές. Είναι, άραγε, το αντίδωρο προς το ναζιστικό μόρφωμα, το οποίο ουσιαστικά αυτοδιαλύθηκε για να εξυπηρετήσει τις εκλογικές επιδιώξεις της Ν.Δ.;
Σαν «έτοιμος από καιρό», ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρεί την εγκαθίδρυση ενός, όχι κομματικού, αλλά «μητσοτακικού» κράτους, τον απόλυτο έλεγχο του οποίου θα έχουν ο ίδιος και η νομενκλατούρα του. Η αντίθετη άποψη θα πνίγεται στη μιντιακή δικτατορία του και η πολιτική αντίδραση στην κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του. Το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην αδικία, η Δικαιοσύνη, στις λίγες μέρες διακυβέρνησης από τη Ν.Δ. δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα της ανεξαρτησίας της.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό, οργουελιανό τοπίο, μοναδική ελπίδα αντίστασης στην κατάλυση της δημοκρατίας παραμένει η κινηματική αντίδραση του λαού. Σε άλλες, λιγότερο αναπτυγμένες δημοκρατίες από τη δική μας, ο λαός στάθηκε εμπόδιο σε τηλεοπτικά πραξικοπήματα - οπερέτες, τα οποία συνετρίβησαν μπροστά στη λαϊκή αποφασιστικότητα. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει νωπή τη λαϊκή εντολή και βεβαίως κάθε δικαίωμα να κυβερνήσει. Αυτό, όμως, πρέπει να το κάνει μέσα στο πλαίσιο αρχών και αξιών που θέτει το σύνταγμα της χώρας, χωρίς παρεκτροπές και ολοκληρωτικές πρακτικές, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η προάσπιση του πολιτεύματος και της δημοκρατίας μας είναι καθήκον του κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιεί γι’ αυτό τον σκοπό.
γράφει ο Γιώργος Νικολάου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών και υποψήφιος βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στον Νομό Αχαΐας στις τελευταίες εκλογές
- Η αντίθετη άποψη θα πνίγεται στη μιντιακή δικτατορία του και η πολιτική αντίδραση στο "είμαι αυτοδύναμος, κάνω ό,τι μου αρέσει"
Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 και ιδίως η συνετή και επιτυχημένη διακυβέρνησή του τρόμαξαν τους συντηρητικούς κύκλους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το παράδειγμα ενός μικρού, ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος το οποίο τα καταφέρνει εκεί που τα αστικά κόμματα απέτυχαν θα μπορούσε να απελευθερώσει και άλλες προοδευτικές δυνάμεις στη Γηραιά Ήπειρό μας, κάτι που απεύχονταν κάτοχοι και οι διαχειριστές των κεφαλαίων ανά τον κόσμο. Το φαινόμενο, λοιπόν, έπρεπε πάση θυσία να δυσφημιστεί και να αποκλειστεί η επανάληψή του. Πώς, όμως, είναι αυτό δυνατό στις δημοκρατίες;
Η Ελλάδα, μετά τη Μεταπολίτευση, κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει ένα λειτουργικό και δημοκρατικό πολιτικό σύστημα κι αυτό πιστώνεται στις πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα από το ’74 και μετά, με κυρίαρχες φυσιογνωμίες αυτές του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου - ιδίως του τελευταίου.
Από τους ελάχιστους αδύναμους κρίκους της δημοκρατίας μας ήταν και είναι η λειτουργία των ΜΜΕ, για τα οποία δεν βρέθηκε τρόπος πρόληψης και αποφυγής της διαπλοκής τους με τα πολιτικά κόμματα και τον οικονομικό παράγοντα, αλλά αυτό σίγουρα δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Ωστόσο, ο μιντιακός πλουραλισμός και πολυφωνία είναι δείγμα της καλής λειτουργίας της δημοκρατίας. Σε χώρες με δημοκρατική παράδοση, η προϋπόθεση αυτή ικανοποιείται ουσιαστικά με αυτορρύθμιση. Στην Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς καλές προθέσεις και τις διάφορες νομοθετικές πρόνοιες προκειμένου να αποφεύγονται ο εναγκαλισμός και η εξάρτηση των ΜΜΕ με πολιτικά και οικονομικά κέντρα, στην ουσία τα μέσα βρίσκονται στα χέρια μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι τα αξιοποιούν για τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα.
Από την άλλη, το εκλογικό σύστημα της χώρας, το οποίο πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα με πενήντα έδρες στο Κοινοβούλιο, καθιστά τις αυτοδύναμες κυβερνήσεις παντοδύναμες, ακυρώνοντας τις συναινέσεις και την αυτοσυγκράτηση που προϋποθέτουν οι κυβερνήσεις συνεργασίας.
Ο τρίτος πυλώνας της δημοκρατίας είναι η ανεξάρτητη λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία, όμως, στη χώρα μας δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Κάθε πολιτική εξουσία, με καμία εξαίρεση, έχει επιχειρήσει τον προσεταιρισμό και τον έλεγχο των δικαστών προς όφελός της και, βεβαίως, εκ της συντηρητικής φύσεως του θεσμού αυτού καθαυτού, τα προνόμια της εκλεκτικής συνεννόησης τα κατείχαν και τα κατέχουν οι συντηρητικοί πολιτικοί σχηματισμοί.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο συνδυασμός των τριών παραπάνω παραγόντων, ο έλεγχος των ΜΜΕ, η προνομιακή σχέση με τη Δικαιοσύνη και μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, μπορεί να αλλοιώσει και να παραμορφώσει το πολίτευμα, καταλύοντας βασικές δημοκρατικές αρχές του, υπερβαίνοντας ακόμη και αυτές τις συνταγματικές επιταγές.
Ο Κ. Μητσοτάκης, τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, στον σύντομο βίο της του ενός μήνα, έχει δείξει ότι βασικός στόχος είναι η φίμωση και ο μαρασμός των αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων της χώρας, οι οποίες μπορεί να μην υπέστησαν, βεβαίως, μια βαριά ήττα στις τελευταίες εκλογές, δεν θα πρέπει, ωστόσο, στο μέλλον να ξανασηκώσουν κεφάλι και να επιχειρήσουν να διεκδικήσουν εκ νέου την εξουσία. Σε μια καλά λειτουργούσα δημοκρατία αυτό δεν θα ήταν δυνατό και για τον λόγο αυτό επιχειρεί ανενδοίαστα την κατάλυση βασικών αρχών της δημοκρατίας μας, έχοντας τη συγκυριακή απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο και προνομιακούς συμμάχους τα ΜΜΕ και τη Δικαιοσύνη.
Απτά δείγματα της διάθεσης αυτής αποτελούν τα πρώτα νομοσχέδια που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή, τα οποία συγκεντρώνουν υπερεξουσίες στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, καταλύουν θεσμούς που, έστω και συμβολικά, συνδέονταν με τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα μας, όπως το πανεπιστημιακό άσυλο, και αποδομούν το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης χωρίς αξιολόγηση και αποτίμηση της αποτελεσματικότητάς του. Κοντά σ’ αυτά, η περιφρόνηση της αξιοκρατίας όσον αφορά τα πρόσωπα που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό, η συντηρητικοποίηση των κοινωνικών παροχών, με αποκλεισμό των αλλοδαπών και των προσφύγων, η άλωση της κρατικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου με τη μετατροπή τους σε προπαγανδιστές του κυβερνητικού έργου και με πλήρη αποκλεισμό της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, η δημιουργία μιας υπερδιογκωμένης κυβέρνησης με πλήθος μετακλητών, εν είδει κομματικού, κρατικοδίαιτου στρατού πραιτοριανών, η κατάργηση ή η αποψίλωση των ανεξάρτητων αρχών, ο διωγμός όσων δεν είναι «φίλοι» ή δεν έχουν δηλώσει υποταγή στον νέο κυβερνήτη.
Τελευταία, αλλά όχι ήσσονος σημασίας, είναι η ιδεολογική και τοις πράγμασι αποκατάσταση της Ακροδεξιάς και της δικτατορίας τόσο με τη διατύπωση προσβλητικών για τη δημοκρατία μας χαρακτηρισμών για τους ανθρώπους που αντιστάθηκαν, όσο και με την τοποθέτηση αποδεδειγμένων υμνητών της χούντας σε καίριες θέσεις χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν τις επιλογές αυτές. Είναι, άραγε, το αντίδωρο προς το ναζιστικό μόρφωμα, το οποίο ουσιαστικά αυτοδιαλύθηκε για να εξυπηρετήσει τις εκλογικές επιδιώξεις της Ν.Δ.;
Σαν «έτοιμος από καιρό», ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρεί την εγκαθίδρυση ενός, όχι κομματικού, αλλά «μητσοτακικού» κράτους, τον απόλυτο έλεγχο του οποίου θα έχουν ο ίδιος και η νομενκλατούρα του. Η αντίθετη άποψη θα πνίγεται στη μιντιακή δικτατορία του και η πολιτική αντίδραση στην κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του. Το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην αδικία, η Δικαιοσύνη, στις λίγες μέρες διακυβέρνησης από τη Ν.Δ. δεν έχει δώσει και τα καλύτερα δείγματα της ανεξαρτησίας της.
Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό, οργουελιανό τοπίο, μοναδική ελπίδα αντίστασης στην κατάλυση της δημοκρατίας παραμένει η κινηματική αντίδραση του λαού. Σε άλλες, λιγότερο αναπτυγμένες δημοκρατίες από τη δική μας, ο λαός στάθηκε εμπόδιο σε τηλεοπτικά πραξικοπήματα - οπερέτες, τα οποία συνετρίβησαν μπροστά στη λαϊκή αποφασιστικότητα. Ο Κ. Μητσοτάκης έχει νωπή τη λαϊκή εντολή και βεβαίως κάθε δικαίωμα να κυβερνήσει. Αυτό, όμως, πρέπει να το κάνει μέσα στο πλαίσιο αρχών και αξιών που θέτει το σύνταγμα της χώρας, χωρίς παρεκτροπές και ολοκληρωτικές πρακτικές, γιατί, σε τελευταία ανάλυση, η προάσπιση του πολιτεύματος και της δημοκρατίας μας είναι καθήκον του κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιεί γι’ αυτό τον σκοπό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια κάτω από κάθε ανάρτηση εκφράζουν ΜΟΝΟ τις απόψεις των αναγνωστών που τις δημοσιεύουν.
O "Τηλεβόας" σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα ελληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επίσης, επειδή πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο.