Μόνο σε ένα πεδίο ήταν απολύτως έτοιμη από καιρό η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας: στο στήσιμο του κομματικού κράτους...
Πριν από δύο χρόνια, ο τότε τομεάρχης της Ν.Δ. –σημερινός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης– Μάκης Βορίδης, σε μια έξαρση δημοκρατικής ευαισθησίας, είχε καλέσει τον αρχηγό του, Κυριάκο Μητσοτάκη, να επινοήσει τους τρόπους (δεν διευκρίνιζε τι εννοούσε) για να μην ξαναζήσει η χώρα μια περιπέτεια με κυβέρνηση της Αριστεράς. Φοβόταν ότι θα κλονιστούν οι κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες και θα απειληθεί το καθεστώς.
Τότε δεν είχαμε δώσει μεγάλη σημασία. Πιστέψαμε ότι ήταν μια συνήθης ρητορική υπερβολή. Αλλωστε, ανάλογου εμπρηστικού περιεχομένου τοποθετήσεις είχαμε και από άλλα στελέχη της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος, που πρωταγωνιστούσαν στη δημόσια συζήτηση. Είχαν πιάσει στασίδι στα φιλόξενα δεξιά μέσα ενημέρωσης και εκτόξευαν σε καθημερινή βάση διχαστικά συνθήματα, εκμεταλλευόμενοι την αλαλία των φιλελεύθερων οι οποίοι είχαν λουφάξει για να μην κατηγορηθούν ότι υπονομεύουν την πορεία του κόμματος προς την εξουσία και την απλόχερη στήριξη που προσέφεραν οι δημοσιολόγοι της Κεντρο-αντι-αριστεράς, οι οποίοι σιχαίνονταν τον ΣΥΡΙΖΑ όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Αντιμετωπίσαμε με ελαφρότητα αυτήν την προσέγγιση, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος ο πρόεδρος της Ν.Δ. είχε κάνει μια δήλωση που έπρεπε να μας προβληματίσει: «Να τελειώνουμε μ’ αυτούς (σ.σ. τους συριζαίους) όχι μόνον γι’ αυτά που κάνουν αλλά και γι’ αυτά που σκέφτονται». Εξωφρενικές απόψεις που δεν συναντάμε σε ευρωπαϊκές χώρες με σταθερό κοινοβουλευτικό σύστημα. Καταφύγαμε στην ψυχανάλυση για να ερμηνεύσουμε τη στάση τους και να καθησυχάσουμε τους εαυτούς μας. Είπαμε ότι οι άνθρωποι περνούσαν κρίση πανικού. Συμπεριφέρονταν σαν φυσικοί ιδιοκτήτες της χώρας και επειδή το σενάριο της αριστερής παρένθεσης δεν τους έβγαινε, αφού οι περιστασιακοί ενοικιαστές δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν, είχαν χάσει τον έλεγχο των λόγων τους.
Νομίσαμε πως θα ήταν μια προσωρινή κατάσταση και ότι γρήγορα θα συμφιλιώνονταν με την πραγματικότητα, όπως είχαν συμφιλιωθεί οι ιδεολογικοί πρόγονοί τους τη δεκαετία του 1980, όταν και κείνοι υποστήριζαν μετ’ επιτάσεως πως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν θανάσιμος κίνδυνος για το αστικό καθεστώς. Φαίνεται όμως ότι δεν μίλαγαν στον αέρα ούτε ο κ. Βορίδης ούτε ο κ. Μητσοτάκης. Εχουμε την απόδειξη μπροστά μας. Μόνον σε ένα πεδίο ήταν απολύτως έτοιμη από καιρό η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας: στο στήσιμο του κομματικού κράτους.
Παρά τον ευφημισμό που χρησιμοποιούν οι ντουντούκες της Δεξιάς (επιτελικό κράτος) δεν γίνεται να κρυφτούν οι δύο στρατηγικές στοχεύσεις του συγκεκριμένου σχεδίου. Η πρώτη είναι να αποφευχθεί πάση θυσία η νίκη ενός αριστερού κόμματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που θα επιχειρήσει να αμφισβητήσει τις σταθερές του συστήματος (δηλαδή ένας ΣΥΡΙΖΑ πριν από τη συνθηκολόγηση του Ιουλίου 2015) και η δεύτερη είναι να συγκροτηθεί ένας ισχυρός μηχανισμός που θα αναφέρεται και θα λογοδοτεί μόνον στον πρωθυπουργό – η επιτομή του βοναπαρτισμού.
Η πρώτη στόχευση εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του άρχοντος συγκροτήματος το οποίο δεν ανέχεται παρεκκλίσεις από την κανονικότητα, όπως αυτό την αντιλαμβάνεται. Η δεύτερη καλύπτει την ανασφάλεια του επικεφαλής της κυβέρνησης, ο οποίος εκτιμά (σωστή η ανάλυσή του) ότι δεν ελέγχει απολύτως το κόμμα του και φοβάται μήπως πέσει θύμα των εσωκομματικών συγκρούσεων που αναπόφευκτα θα προκύψουν όταν θα αρχίσουν να ξεπηδούν τα προβλήματα και οι δυσκολίες από τις πολιτικές που θα εφαρμόζονται.
πηγή
Πριν από δύο χρόνια, ο τότε τομεάρχης της Ν.Δ. –σημερινός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης– Μάκης Βορίδης, σε μια έξαρση δημοκρατικής ευαισθησίας, είχε καλέσει τον αρχηγό του, Κυριάκο Μητσοτάκη, να επινοήσει τους τρόπους (δεν διευκρίνιζε τι εννοούσε) για να μην ξαναζήσει η χώρα μια περιπέτεια με κυβέρνηση της Αριστεράς. Φοβόταν ότι θα κλονιστούν οι κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες και θα απειληθεί το καθεστώς.
Τότε δεν είχαμε δώσει μεγάλη σημασία. Πιστέψαμε ότι ήταν μια συνήθης ρητορική υπερβολή. Αλλωστε, ανάλογου εμπρηστικού περιεχομένου τοποθετήσεις είχαμε και από άλλα στελέχη της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος, που πρωταγωνιστούσαν στη δημόσια συζήτηση. Είχαν πιάσει στασίδι στα φιλόξενα δεξιά μέσα ενημέρωσης και εκτόξευαν σε καθημερινή βάση διχαστικά συνθήματα, εκμεταλλευόμενοι την αλαλία των φιλελεύθερων οι οποίοι είχαν λουφάξει για να μην κατηγορηθούν ότι υπονομεύουν την πορεία του κόμματος προς την εξουσία και την απλόχερη στήριξη που προσέφεραν οι δημοσιολόγοι της Κεντρο-αντι-αριστεράς, οι οποίοι σιχαίνονταν τον ΣΥΡΙΖΑ όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Αντιμετωπίσαμε με ελαφρότητα αυτήν την προσέγγιση, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος ο πρόεδρος της Ν.Δ. είχε κάνει μια δήλωση που έπρεπε να μας προβληματίσει: «Να τελειώνουμε μ’ αυτούς (σ.σ. τους συριζαίους) όχι μόνον γι’ αυτά που κάνουν αλλά και γι’ αυτά που σκέφτονται». Εξωφρενικές απόψεις που δεν συναντάμε σε ευρωπαϊκές χώρες με σταθερό κοινοβουλευτικό σύστημα. Καταφύγαμε στην ψυχανάλυση για να ερμηνεύσουμε τη στάση τους και να καθησυχάσουμε τους εαυτούς μας. Είπαμε ότι οι άνθρωποι περνούσαν κρίση πανικού. Συμπεριφέρονταν σαν φυσικοί ιδιοκτήτες της χώρας και επειδή το σενάριο της αριστερής παρένθεσης δεν τους έβγαινε, αφού οι περιστασιακοί ενοικιαστές δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν, είχαν χάσει τον έλεγχο των λόγων τους.
Νομίσαμε πως θα ήταν μια προσωρινή κατάσταση και ότι γρήγορα θα συμφιλιώνονταν με την πραγματικότητα, όπως είχαν συμφιλιωθεί οι ιδεολογικοί πρόγονοί τους τη δεκαετία του 1980, όταν και κείνοι υποστήριζαν μετ’ επιτάσεως πως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν θανάσιμος κίνδυνος για το αστικό καθεστώς. Φαίνεται όμως ότι δεν μίλαγαν στον αέρα ούτε ο κ. Βορίδης ούτε ο κ. Μητσοτάκης. Εχουμε την απόδειξη μπροστά μας. Μόνον σε ένα πεδίο ήταν απολύτως έτοιμη από καιρό η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας: στο στήσιμο του κομματικού κράτους.
Παρά τον ευφημισμό που χρησιμοποιούν οι ντουντούκες της Δεξιάς (επιτελικό κράτος) δεν γίνεται να κρυφτούν οι δύο στρατηγικές στοχεύσεις του συγκεκριμένου σχεδίου. Η πρώτη είναι να αποφευχθεί πάση θυσία η νίκη ενός αριστερού κόμματος με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που θα επιχειρήσει να αμφισβητήσει τις σταθερές του συστήματος (δηλαδή ένας ΣΥΡΙΖΑ πριν από τη συνθηκολόγηση του Ιουλίου 2015) και η δεύτερη είναι να συγκροτηθεί ένας ισχυρός μηχανισμός που θα αναφέρεται και θα λογοδοτεί μόνον στον πρωθυπουργό – η επιτομή του βοναπαρτισμού.
Η πρώτη στόχευση εξυπηρετεί τις επιδιώξεις του άρχοντος συγκροτήματος το οποίο δεν ανέχεται παρεκκλίσεις από την κανονικότητα, όπως αυτό την αντιλαμβάνεται. Η δεύτερη καλύπτει την ανασφάλεια του επικεφαλής της κυβέρνησης, ο οποίος εκτιμά (σωστή η ανάλυσή του) ότι δεν ελέγχει απολύτως το κόμμα του και φοβάται μήπως πέσει θύμα των εσωκομματικών συγκρούσεων που αναπόφευκτα θα προκύψουν όταν θα αρχίσουν να ξεπηδούν τα προβλήματα και οι δυσκολίες από τις πολιτικές που θα εφαρμόζονται.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια κάτω από κάθε ανάρτηση εκφράζουν ΜΟΝΟ τις απόψεις των αναγνωστών που τις δημοσιεύουν.
O "Τηλεβόας" σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα ελληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επίσης, επειδή πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο.