Η συγκρότηση προοδευτικών πολιτικών πλειοψηφιών διεθνώς, από συμμαχίες της αριστεράς με εκείνη την σοσιαλδημοκρατία που θα ξεκολλήσει από το άρμα του νεοφιλελευθερισμού, είναι ένα είδος ΤΙΝΑ μέσα στη συγκυρία, αποτελεί την μόνη αντίπαλη δύναμη με πραγματική προοπτική απέναντι στον νέο εθνικισμό
Το κενό πολιτικής ηγεμονίας σε ΕΕ και ΗΠΑ έχει μετατραπεί πια σε εσωτερική κρίση και σκληρή σύγκρουση των κυρίαρχων ελίτ. Οι αντιθέσεις που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδήγησαν στη διαμόρφωση δυο ξεκάθαρα διακριτών και αντιτιθέμενων μεταξύ τους πόλων.
Από τη μια είναι εκείνο το τμήμα του κεφαλαίου που θέλει να βάλει φραγμούς στην παγκοσμιοποίηση και να προστατεύσει την παραγωγή στην ιστορική Δύση και βέβαια πρώτιστα στις ΗΠΑ. Θεωρώντας σαν μείζονα απειλή τα Κινεζικά και τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα. Ο προστατευτισμός των Trumponomics στη συνέχεια θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα αμερικάνικου τύπου μερκαντιλισμό. Πολιτικά εκφράζεται στον νέο ακροδεξιό λαϊκισμό που “πουλάει” στους άνεργους και φτωχοποιημένους την υπόσχεση προστασίας των θέσεων απασχόλησης τους με τον εμπορικό προστατευτισμό αλλά και τους ρατσιστικούς φραγμούς στα σύνορα.
Από την άλλη είναι τα κεφάλαια που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση είτε επειδή κυκλοφορούν και κερδοσκοπούν εκτός παραγωγής είτε επειδή είναι τοποθετημένα σε παραγωγικές δραστηριότητες που υπερτερούν σε παραγωγικότητα και κερδοφορία. Πολιτικά εκφράζεται στην παραδοσιακή κεντροδεξιά σε ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και στο νεοφιλελεύθερο κέντρο (“Δημοκρατικοί της Γουωλ Στρητ”, Μπλερική σοσιαλδημοκρατία).
Η σύγκρουση στο πολιτικό επίπεδο αναπαράγεται σχεδόν σε κάθε μεγάλο δυτικό κράτος, λόγω και της αυτονομίας της πολιτικής. Η νέα ακροδεξιά ισχυροποιείται λοιπόν ακόμη και μέσα στη Γερμανία με όχημα την ξενοφοβία, αλλά ας έχουμε στο μυαλό μας ότι οι οικονομικές θέσεις τουAfD κινούνται στις κατευθύνσεις της τρέχουσας γερμανικής πολιτικής (με ακόμη σκληρότερο νεοφιλελευθερισμό και εχθρότητα προς την Ευρωπαϊκή περιφέρεια) και όχι του προστατευτισμού του Τραμπ. Τονίζουμε δηλαδή ότι ο διεθνής ενοποιητικός παράγοντας της νέας ακροδεξιάς είναι η ξενοφοβία και ο εθνικισμός και όχι μια εναρμόνιση οικονομικών συμφερόντων. Μέχρι τώρα αυτή ακριβώς η παράμετρος δυσκόλευε την σύγκλιση γερμανικής και γαλλικής ακροδεξιάς, καθώς η Λε Πεν υπεραμύνεται της γαλλικής παραγωγικής βάσης και το εθνικό της ακροατήριο έχει μεγάλες ομοιότητες με αυτό του Τράμπ. Η όποια ενότητα πέτυχαν στην πρόσφατη σύσκεψη της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι διακηρυκτική για προεκλογικούς επικοινωνιακούς λόγους. Αντίστοιχα, η Ιταλική Λέγκα του Βορρά είναι αυθεντικά προστατευτική ενώ η Ολλανδική ακροδεξιά δεν έχει κανένα συμφέρον για κάτι τέτοιο με δεδομένη την «παγκοσμιοποιημένη» λογική του Ολλανδικού κεφαλαίου.
Στις ΗΠΑ οι αντιλήψεις Τράμπ για την εξωτερική πολιτική φαίνεται σαν να αντηχούν τις θέσεις του ρεύματος σκέψης που ήταν αντίπαλο προς τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωστού ως «Πρώτα η Αμερική», φράση που χρησιμοποίησε ο Τράμπ στην ομιλία την ημέρα της ορκωμοσίας του. Το απομονωτιστικό αυτό κίνημα προσπαθούσε να εμποδίσει την ανάμιξη των ΗΠΑ στον Πόλεμο που πλησίαζε στην Ευρώπη και δεν απέκλειε μια παγκόσμια συνύπαρξη των ΗΠΑ με το Γ’ Ράιχ, με διαρθρωμένες σφαίρες επιρροής.
Η αφήγηση του Τραμπ και των συνεργατών του για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις υπονοεί ότι πρόκειται για ένα «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος». Για να κερδίσουν οι ΗΠΑ κάποιος άλλος θα χάσει. Πρόκειται (εφόσον παγιωθεί) για μια στρατηγική μετατόπιση από την αμερικανική πολιτική τόσων δεκαετιών που στηριζόταν στη θεωρία της αμερικανικής ηγεμονίας μέσα σε μια επεκτεινόμενη και συνολικά ευημερούσα Δύση. Με δεδομένη την υστέρηση σε όρους παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ το χαρτί που θα προσπαθήσει να παίξει είναι αυτό της στρατιωτικής ισχύος (παρά τις αντίθετες διακηρύξεις). Στην περίπτωση της Γερμανίας, η Ευρωπαϊκή διάσταση περιπλέκει τα πράγματα (οι πρόσφατες εγκαταστάσεις Ευρωπαϊκών μονάδων σε Πολωνία, Βαλτικές χώρες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ). Στην περίπτωση της Ιαπωνίας η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ μπορεί να ανταλλαχτεί με ένα νέο πακέτο επενδύσεων, όπως αυτό που κομίζει ο Άμπε στην επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, αλλά τα διαπραγματευτικά όπλα του Τράμπ είναι περιορισμένα. Θα διακινδυνεύει την επάνοδο της Ιαπωνίας στο στρατιωτικό πεδίο;
Ο στενός συνεργάτης του Τράμπ υπερσυντηρητικός πολιτικός Gingrich εύστοχα επισήμανε ότι ο Τραμπ έχει σαν πρότυπο όχι τον Ρήγκαν αλλά τη Θάτσερ. Συνεπώς με τον σωβινισμό που επέδειξε η Θάτσερ στα Φώκλαντ, την ιδεολογική εμμονή της ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στους φτωχοποιημένους πληθυσμούς (μετανάστες και αυτόχθονες Βρετανούς) τωνinner cities.
Η επισήμανση αυτή ερμηνεύει τις φιλοδοξίες των Βρετανών Συντηρητικών (που κινούνται πλέον μεταξύ κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς στον Ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη) να αναθερμάνουν την «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ του Τράμπ. Ωστόσο, μια και εδώ μιλάμε για κυβερνήσεις και όχι για αντιπολιτεύσεις όπως στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, το αν η προσπάθεια αυτή (UK Globalμέσω Commonwealth) έχει πραγματικό περιεχόμενο θα κριθεί στην πραγματική οικονομία.
Η συγκρουσιακή διάθεση του Τράμπ απέναντι στην Κίνα σε συνδυασμό με τον απομονωτισμό του μπορεί να αφήσει το πεδίο ελεύθερο για την Κινεζική οικονομία σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.
Ήδη, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία οι εισαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν με ρυθμό 7% το 2016. Οι οικονομίες της Ν.Α. Ασίας έχουν σημαντικούς λόγους να συμμετάσχουν σε έναν περιφερειακό σχηματισμό, ακόμη κι αν οι ΗΠΑ απέχουν.
Η πολιτική bullying μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μεγάλης έκτασης εμπορικό πόλεμο και αναστάτωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Αν ο Τραμπ επιδιώκει μια χαμηλότερη ισοτιμία του δολαρίου με το Ευρώ και το Γουάν ως εργαλείο μείωσης του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, θα πληθωρίσει το δολάριο δανειζόμενος από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ πετυχαίνοντας ταυτόχρονα έτσι να χρηματοδοτήσει τις κρατικές επενδύσεις που υποσχέθηκε ενώ θα μειώνει τους φόρους των επιχειρήσεων. Αυτό όμως θα διακινδύνευε την υποβάθμιση του ρόλου του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ενώ να μην ξεχνάμε ότι οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν όταν το δολάριο πέφτει.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας αποτελούν ένα από τα ερωτηματικά της νέας συγκυρίας. Πέραν της αντίληψης του «παίγνιου μηδενικού αθροίσματος» ο Τράμπ υιοθετεί και μια άλλη παμπάλαια αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις, αυτή του «ισοδύναμου ανταλλάγματος». Θέλω από τη Ρωσία να συνεργαστούμε ενάντια στο ISIS; Της δίνω κάτι που ζητάει στον Καύκασο ή την Ουκρανία. Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη που κατάγεται από την Εποχή των Αυτοκρατοριών, είναι ότι σχεδόν πάντα υπάρχουν τρίτες δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται στα «ανταλλάγματα», το συνηθέστερο οι τοπικές δυνάμεις και λαοί. Οπότε η φαινομενικά απλή εξίσωση περιπλέκεται. Για παράδειγμα, ο Τράμπ δεν μπορεί να μοιράσει την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη με τον Πούτιν χωρίς να συμφωνούν τόσο οι διάφορες εθνικιστικές δυνάμεις στην περιοχή όσο και η γειτονική Γερμανία.
Πέραν αυτού, παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί νεοσυντηρητικοί όπως ο Αντιπρόεδρος Πένς εξακολουθούν να θεωρούν την Ρωσία τον υπ’ αριθμό ένα αντίπαλο των ΗΠΑ και λογικά θα εναντιωθούν σε παραχωρήσεις στον Πούτιν που θεωρούν υπερβολικές.
Επανερχόμενοι στην Ευρώπη, κρίσιμη σημασία για τις πολιτικές ισορροπίες της σύγκρουσης στο εσωτερικό των κυρίαρχων κύκλων μπορεί να έχουν πολιτικές απόψεις όπως του Σόιμπλε και του Φιγιόν. Που αν και τυπικά ανήκουν στην παραδοσιακή κεντροδεξιά, στήνουν προγραμματικές γέφυρες με τη νέα ακροδεξιά. Ο Σόιμπλε δεν ταυτίζεται μεν με την εθνοκεντρική και οικονομικά προστατευτική πολιτική του Τράμπ, αλλά ξεκάθαρα βλέπει θετικά μια μικρότερη και πιο γερμανική ΕΕ. Έχει διατυπώσει τις απόψεις του αυτές από το 1994, στην κοινή με τον KarlLammers πρόταση τους για την υιοθέτηση μιας «μεταβλητής γεωμετρίας» στην ΕΕ με πυρήνα Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο που θα προχωρούσαν σε νομισματική ένωση αλλά και κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Την ίδια αντίληψη εξέφρασε και το 2014. Οπότε θα διαπραγματευόταν με τον Τράμπ ακόμη και το μοντέλο διμερών οικονομικών σχέσεων αντί της παγκοσμιοποίησης, συμμετέχοντας όμως σε αυτό όχι σαν Γερμανία μόνη της αλλά σαν γερμανικός οικονομικός χώρος στην Ευρώπη. Με ερωτηματικό σήμερα τη συμμετοχή της Γαλλίας ή την συγκρότηση ενός ακόμη πιο γερμανικού πυρήνα (Ολλανδία, Αυστρία, Τσεχία).
Η ήττα της νέας ακροδεξιάς είναι προϋπόθεση για να αποφύγουμε την επιστροφή στους εμπορικούς πολέμους, στις ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις ( με βασικό αντίπαλο πια την Κίνα) και στις επικίνδυνες εθνικιστικές περιχαρακώσεις. Στρατηγικά η δύναμη που μπορεί να αντιπαρατεθεί στην νέα ακροδεξιά δεν είναι η κεντροδεξιά. Στις ΗΠΑ οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί δήλωσαν υποταγή στην Τραμπ, στην Βρετανία οι Συντηρητικοί σύρθηκαν πίσω από το Brexit του Φάρανζ και του Τζόνσον, στη Γαλλία ο Φιγιόν έχει σοβαρά προβλήματα, το γερμανικό CDU έχει στο εσωτερικό του τον δούρειο ίππο του Σόιμπλε. Η στροφή της δεξιάς προς την ακροδεξιά γίνεται με όρους ηγεμονικού ελλείμματος και ταυτόχρονα απωθεί μετριοπαθείς ψηφοφόρους προς την κεντροαριστερά. Η καινούργια αρχιτεκτονική της Ευρώπης θα είναι το νέο επίδικο με δεδομένη την πρόταση Μέρκελ των δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων.
Η συγκρότηση προοδευτικών πολιτικών πλειοψηφιών διεθνώς, από συμμαχίες της αριστεράς με εκείνη την σοσιαλδημοκρατία που θα ξεκολλήσει από το άρμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα είδος ΤΙΝΑ μέσα στη συγκυρία, αποτελεί την μόνη αντίπαλη δύναμη με πραγματική προοπτική απέναντι στον νέο εθνικισμό. Στις ΗΠΑ περιμένουμε αναγκαστικά το 2020, με κρίσιμη προϋπόθεση η πτέρυγα Σάντερς – Γουώρεν να εδραιωθεί ως κυρίαρχη στο Δημοκρατικό Κόμμα. Μια νέα «κεντρώα» λύση αποκομμένη από τα λαϊκά στρώματα όπως ήταν η Κλίντον θα δώσει ακόμη περισσότερο χώρο στον Τραμπ. Στην Ευρώπη αναδεικνύονται ήδη προοπτικές, όπως η επιλογή Αμόν στη Γαλλία και οπωσδήποτε η δυνατότητα να σπάσει το υπερσυντηρητικό δίδυμο ΛεΠεν – Φιγιόν στον δεύτερο γύρο. Ομοίως η ισχυροποίηση του SPD και η πιθανότητα προοδευτικής κυβερνητικής λύσης μετά τις γερμανικές εκλογές. Ωστόσο θα υπάρξουν και αρνητικές εξελίξεις, το κλίμα επιστροφής στον εθνικιστικό απομονωτισμό και η λαϊκιστική του απήχηση δεν πρέπει να υποτιμηθούν και δεν θα υποχωρήσουν γρήγορα.
Μέχρι τότε η αριστερά πρέπει να αντέξει. Να εμποδίσει την κατολίσθηση στην Ευρώπη – φρούριο, να υπερασπιστεί τα κοινωνικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες, να οικοδομεί βήμα- βήμα εναλλακτικές προοδευτικές συμμαχίες. Και οπωσδήποτε να εμποδίσει την de jure ή de facto διάλυση της ΕΕ και τη διαδοχή της από εθνικιστικά κράτη που θα συνομιλούν με όρους υποτέλειας με τις ΗΠΑ του Τραμπ, με μια γερμανική ζώνη να παίζει ρόλο περιφερειακής ηγέτιδας δύναμης..
Γιώργος Βεργόπουλος - Λευτέρης Στουκογεώργος - Γιώργος Σταμπουλής - Στέλλα (Νανή) Πολίτου - Σταμάτης Θεοδωρόπουλος
Το κενό πολιτικής ηγεμονίας σε ΕΕ και ΗΠΑ έχει μετατραπεί πια σε εσωτερική κρίση και σκληρή σύγκρουση των κυρίαρχων ελίτ. Οι αντιθέσεις που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδήγησαν στη διαμόρφωση δυο ξεκάθαρα διακριτών και αντιτιθέμενων μεταξύ τους πόλων.
Από τη μια είναι εκείνο το τμήμα του κεφαλαίου που θέλει να βάλει φραγμούς στην παγκοσμιοποίηση και να προστατεύσει την παραγωγή στην ιστορική Δύση και βέβαια πρώτιστα στις ΗΠΑ. Θεωρώντας σαν μείζονα απειλή τα Κινεζικά και τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα. Ο προστατευτισμός των Trumponomics στη συνέχεια θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα αμερικάνικου τύπου μερκαντιλισμό. Πολιτικά εκφράζεται στον νέο ακροδεξιό λαϊκισμό που “πουλάει” στους άνεργους και φτωχοποιημένους την υπόσχεση προστασίας των θέσεων απασχόλησης τους με τον εμπορικό προστατευτισμό αλλά και τους ρατσιστικούς φραγμούς στα σύνορα.
Από την άλλη είναι τα κεφάλαια που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση είτε επειδή κυκλοφορούν και κερδοσκοπούν εκτός παραγωγής είτε επειδή είναι τοποθετημένα σε παραγωγικές δραστηριότητες που υπερτερούν σε παραγωγικότητα και κερδοφορία. Πολιτικά εκφράζεται στην παραδοσιακή κεντροδεξιά σε ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και στο νεοφιλελεύθερο κέντρο (“Δημοκρατικοί της Γουωλ Στρητ”, Μπλερική σοσιαλδημοκρατία).
Η σύγκρουση στο πολιτικό επίπεδο αναπαράγεται σχεδόν σε κάθε μεγάλο δυτικό κράτος, λόγω και της αυτονομίας της πολιτικής. Η νέα ακροδεξιά ισχυροποιείται λοιπόν ακόμη και μέσα στη Γερμανία με όχημα την ξενοφοβία, αλλά ας έχουμε στο μυαλό μας ότι οι οικονομικές θέσεις τουAfD κινούνται στις κατευθύνσεις της τρέχουσας γερμανικής πολιτικής (με ακόμη σκληρότερο νεοφιλελευθερισμό και εχθρότητα προς την Ευρωπαϊκή περιφέρεια) και όχι του προστατευτισμού του Τραμπ. Τονίζουμε δηλαδή ότι ο διεθνής ενοποιητικός παράγοντας της νέας ακροδεξιάς είναι η ξενοφοβία και ο εθνικισμός και όχι μια εναρμόνιση οικονομικών συμφερόντων. Μέχρι τώρα αυτή ακριβώς η παράμετρος δυσκόλευε την σύγκλιση γερμανικής και γαλλικής ακροδεξιάς, καθώς η Λε Πεν υπεραμύνεται της γαλλικής παραγωγικής βάσης και το εθνικό της ακροατήριο έχει μεγάλες ομοιότητες με αυτό του Τράμπ. Η όποια ενότητα πέτυχαν στην πρόσφατη σύσκεψη της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι διακηρυκτική για προεκλογικούς επικοινωνιακούς λόγους. Αντίστοιχα, η Ιταλική Λέγκα του Βορρά είναι αυθεντικά προστατευτική ενώ η Ολλανδική ακροδεξιά δεν έχει κανένα συμφέρον για κάτι τέτοιο με δεδομένη την «παγκοσμιοποιημένη» λογική του Ολλανδικού κεφαλαίου.
Στις ΗΠΑ οι αντιλήψεις Τράμπ για την εξωτερική πολιτική φαίνεται σαν να αντηχούν τις θέσεις του ρεύματος σκέψης που ήταν αντίπαλο προς τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γνωστού ως «Πρώτα η Αμερική», φράση που χρησιμοποίησε ο Τράμπ στην ομιλία την ημέρα της ορκωμοσίας του. Το απομονωτιστικό αυτό κίνημα προσπαθούσε να εμποδίσει την ανάμιξη των ΗΠΑ στον Πόλεμο που πλησίαζε στην Ευρώπη και δεν απέκλειε μια παγκόσμια συνύπαρξη των ΗΠΑ με το Γ’ Ράιχ, με διαρθρωμένες σφαίρες επιρροής.
Η αφήγηση του Τραμπ και των συνεργατών του για την εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις υπονοεί ότι πρόκειται για ένα «παίγνιο μηδενικού αθροίσματος». Για να κερδίσουν οι ΗΠΑ κάποιος άλλος θα χάσει. Πρόκειται (εφόσον παγιωθεί) για μια στρατηγική μετατόπιση από την αμερικανική πολιτική τόσων δεκαετιών που στηριζόταν στη θεωρία της αμερικανικής ηγεμονίας μέσα σε μια επεκτεινόμενη και συνολικά ευημερούσα Δύση. Με δεδομένη την υστέρηση σε όρους παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ το χαρτί που θα προσπαθήσει να παίξει είναι αυτό της στρατιωτικής ισχύος (παρά τις αντίθετες διακηρύξεις). Στην περίπτωση της Γερμανίας, η Ευρωπαϊκή διάσταση περιπλέκει τα πράγματα (οι πρόσφατες εγκαταστάσεις Ευρωπαϊκών μονάδων σε Πολωνία, Βαλτικές χώρες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ). Στην περίπτωση της Ιαπωνίας η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ μπορεί να ανταλλαχτεί με ένα νέο πακέτο επενδύσεων, όπως αυτό που κομίζει ο Άμπε στην επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, αλλά τα διαπραγματευτικά όπλα του Τράμπ είναι περιορισμένα. Θα διακινδυνεύει την επάνοδο της Ιαπωνίας στο στρατιωτικό πεδίο;
Ο στενός συνεργάτης του Τράμπ υπερσυντηρητικός πολιτικός Gingrich εύστοχα επισήμανε ότι ο Τραμπ έχει σαν πρότυπο όχι τον Ρήγκαν αλλά τη Θάτσερ. Συνεπώς με τον σωβινισμό που επέδειξε η Θάτσερ στα Φώκλαντ, την ιδεολογική εμμονή της ενάντια στην αριστερά αλλά και ενάντια στους φτωχοποιημένους πληθυσμούς (μετανάστες και αυτόχθονες Βρετανούς) τωνinner cities.
Η επισήμανση αυτή ερμηνεύει τις φιλοδοξίες των Βρετανών Συντηρητικών (που κινούνται πλέον μεταξύ κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς στον Ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη) να αναθερμάνουν την «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ του Τράμπ. Ωστόσο, μια και εδώ μιλάμε για κυβερνήσεις και όχι για αντιπολιτεύσεις όπως στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά, το αν η προσπάθεια αυτή (UK Globalμέσω Commonwealth) έχει πραγματικό περιεχόμενο θα κριθεί στην πραγματική οικονομία.
Η συγκρουσιακή διάθεση του Τράμπ απέναντι στην Κίνα σε συνδυασμό με τον απομονωτισμό του μπορεί να αφήσει το πεδίο ελεύθερο για την Κινεζική οικονομία σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.
Ήδη, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία οι εισαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν με ρυθμό 7% το 2016. Οι οικονομίες της Ν.Α. Ασίας έχουν σημαντικούς λόγους να συμμετάσχουν σε έναν περιφερειακό σχηματισμό, ακόμη κι αν οι ΗΠΑ απέχουν.
Η πολιτική bullying μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μεγάλης έκτασης εμπορικό πόλεμο και αναστάτωση των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Αν ο Τραμπ επιδιώκει μια χαμηλότερη ισοτιμία του δολαρίου με το Ευρώ και το Γουάν ως εργαλείο μείωσης του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, θα πληθωρίσει το δολάριο δανειζόμενος από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ πετυχαίνοντας ταυτόχρονα έτσι να χρηματοδοτήσει τις κρατικές επενδύσεις που υποσχέθηκε ενώ θα μειώνει τους φόρους των επιχειρήσεων. Αυτό όμως θα διακινδύνευε την υποβάθμιση του ρόλου του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Ενώ να μην ξεχνάμε ότι οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν όταν το δολάριο πέφτει.
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας αποτελούν ένα από τα ερωτηματικά της νέας συγκυρίας. Πέραν της αντίληψης του «παίγνιου μηδενικού αθροίσματος» ο Τράμπ υιοθετεί και μια άλλη παμπάλαια αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις, αυτή του «ισοδύναμου ανταλλάγματος». Θέλω από τη Ρωσία να συνεργαστούμε ενάντια στο ISIS; Της δίνω κάτι που ζητάει στον Καύκασο ή την Ουκρανία. Το πρόβλημα με αυτή την αντίληψη που κατάγεται από την Εποχή των Αυτοκρατοριών, είναι ότι σχεδόν πάντα υπάρχουν τρίτες δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται στα «ανταλλάγματα», το συνηθέστερο οι τοπικές δυνάμεις και λαοί. Οπότε η φαινομενικά απλή εξίσωση περιπλέκεται. Για παράδειγμα, ο Τράμπ δεν μπορεί να μοιράσει την Ουκρανία και την Ανατολική Ευρώπη με τον Πούτιν χωρίς να συμφωνούν τόσο οι διάφορες εθνικιστικές δυνάμεις στην περιοχή όσο και η γειτονική Γερμανία.
Πέραν αυτού, παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί νεοσυντηρητικοί όπως ο Αντιπρόεδρος Πένς εξακολουθούν να θεωρούν την Ρωσία τον υπ’ αριθμό ένα αντίπαλο των ΗΠΑ και λογικά θα εναντιωθούν σε παραχωρήσεις στον Πούτιν που θεωρούν υπερβολικές.
Επανερχόμενοι στην Ευρώπη, κρίσιμη σημασία για τις πολιτικές ισορροπίες της σύγκρουσης στο εσωτερικό των κυρίαρχων κύκλων μπορεί να έχουν πολιτικές απόψεις όπως του Σόιμπλε και του Φιγιόν. Που αν και τυπικά ανήκουν στην παραδοσιακή κεντροδεξιά, στήνουν προγραμματικές γέφυρες με τη νέα ακροδεξιά. Ο Σόιμπλε δεν ταυτίζεται μεν με την εθνοκεντρική και οικονομικά προστατευτική πολιτική του Τράμπ, αλλά ξεκάθαρα βλέπει θετικά μια μικρότερη και πιο γερμανική ΕΕ. Έχει διατυπώσει τις απόψεις του αυτές από το 1994, στην κοινή με τον KarlLammers πρόταση τους για την υιοθέτηση μιας «μεταβλητής γεωμετρίας» στην ΕΕ με πυρήνα Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο που θα προχωρούσαν σε νομισματική ένωση αλλά και κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Την ίδια αντίληψη εξέφρασε και το 2014. Οπότε θα διαπραγματευόταν με τον Τράμπ ακόμη και το μοντέλο διμερών οικονομικών σχέσεων αντί της παγκοσμιοποίησης, συμμετέχοντας όμως σε αυτό όχι σαν Γερμανία μόνη της αλλά σαν γερμανικός οικονομικός χώρος στην Ευρώπη. Με ερωτηματικό σήμερα τη συμμετοχή της Γαλλίας ή την συγκρότηση ενός ακόμη πιο γερμανικού πυρήνα (Ολλανδία, Αυστρία, Τσεχία).
Η ήττα της νέας ακροδεξιάς είναι προϋπόθεση για να αποφύγουμε την επιστροφή στους εμπορικούς πολέμους, στις ψυχροπολεμικές αναμετρήσεις ( με βασικό αντίπαλο πια την Κίνα) και στις επικίνδυνες εθνικιστικές περιχαρακώσεις. Στρατηγικά η δύναμη που μπορεί να αντιπαρατεθεί στην νέα ακροδεξιά δεν είναι η κεντροδεξιά. Στις ΗΠΑ οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί δήλωσαν υποταγή στην Τραμπ, στην Βρετανία οι Συντηρητικοί σύρθηκαν πίσω από το Brexit του Φάρανζ και του Τζόνσον, στη Γαλλία ο Φιγιόν έχει σοβαρά προβλήματα, το γερμανικό CDU έχει στο εσωτερικό του τον δούρειο ίππο του Σόιμπλε. Η στροφή της δεξιάς προς την ακροδεξιά γίνεται με όρους ηγεμονικού ελλείμματος και ταυτόχρονα απωθεί μετριοπαθείς ψηφοφόρους προς την κεντροαριστερά. Η καινούργια αρχιτεκτονική της Ευρώπης θα είναι το νέο επίδικο με δεδομένη την πρόταση Μέρκελ των δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων.
Η συγκρότηση προοδευτικών πολιτικών πλειοψηφιών διεθνώς, από συμμαχίες της αριστεράς με εκείνη την σοσιαλδημοκρατία που θα ξεκολλήσει από το άρμα του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα είδος ΤΙΝΑ μέσα στη συγκυρία, αποτελεί την μόνη αντίπαλη δύναμη με πραγματική προοπτική απέναντι στον νέο εθνικισμό. Στις ΗΠΑ περιμένουμε αναγκαστικά το 2020, με κρίσιμη προϋπόθεση η πτέρυγα Σάντερς – Γουώρεν να εδραιωθεί ως κυρίαρχη στο Δημοκρατικό Κόμμα. Μια νέα «κεντρώα» λύση αποκομμένη από τα λαϊκά στρώματα όπως ήταν η Κλίντον θα δώσει ακόμη περισσότερο χώρο στον Τραμπ. Στην Ευρώπη αναδεικνύονται ήδη προοπτικές, όπως η επιλογή Αμόν στη Γαλλία και οπωσδήποτε η δυνατότητα να σπάσει το υπερσυντηρητικό δίδυμο ΛεΠεν – Φιγιόν στον δεύτερο γύρο. Ομοίως η ισχυροποίηση του SPD και η πιθανότητα προοδευτικής κυβερνητικής λύσης μετά τις γερμανικές εκλογές. Ωστόσο θα υπάρξουν και αρνητικές εξελίξεις, το κλίμα επιστροφής στον εθνικιστικό απομονωτισμό και η λαϊκιστική του απήχηση δεν πρέπει να υποτιμηθούν και δεν θα υποχωρήσουν γρήγορα.
Μέχρι τότε η αριστερά πρέπει να αντέξει. Να εμποδίσει την κατολίσθηση στην Ευρώπη – φρούριο, να υπερασπιστεί τα κοινωνικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες, να οικοδομεί βήμα- βήμα εναλλακτικές προοδευτικές συμμαχίες. Και οπωσδήποτε να εμποδίσει την de jure ή de facto διάλυση της ΕΕ και τη διαδοχή της από εθνικιστικά κράτη που θα συνομιλούν με όρους υποτέλειας με τις ΗΠΑ του Τραμπ, με μια γερμανική ζώνη να παίζει ρόλο περιφερειακής ηγέτιδας δύναμης..
Γιώργος Βεργόπουλος - Λευτέρης Στουκογεώργος - Γιώργος Σταμπουλής - Στέλλα (Νανή) Πολίτου - Σταμάτης Θεοδωρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια κάτω από κάθε ανάρτηση εκφράζουν ΜΟΝΟ τις απόψεις των αναγνωστών που τις δημοσιεύουν.
O "Τηλεβόας" σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά προτιμά τα ελληνικά και όχι τα greeklish, το χιούμορ και όχι τις ύβρεις.
Επίσης, επειδή πιστεύει στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση μόνο για το θεαθήναι, διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά σχόλια που είναι υπέρ το δέον υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο.